The red palm weevil, Rhynchophorus ferrugineus, is a species of snout beetle also known as the Asian palm weevil or sago palm weevil. The adult beetles are relatively large, ranging between two and five centimeters long, and are usually a rusty red colour - but many colour variants exist and have often been misidentified as different species (e.g., Rhynchophorus vulneratus;). Weevil larvae can excavate holes in the trunk of a palm trees up to a metre long, thereby weakening and eventually killing the host plant. As a result, the weevil is considered a major pest in palm plantations, including the coconut palm, date palm and oil palm.
Originally from tropical Asia, the red palm weevil has spread to Africa and Europe, reaching the Mediterranean in the 1980s. It was first recorded in Spain in 1994, and in France in 2006. Additional infestations have been located in Malta and Italy (Tuscany, Sicily and Campania). It is also well established throughout most of Portugal, especially in the South. Researchers also suspect that it has established in Morocco, Algeria and other North African countries, but there remains no official confirmation. The weevil was first reported in the Americas on Curaçao in January 2009 and sighted the same year in Aruba. It was reported in the United States at Laguna Beach, CA late in 2010
This weevil usually infests palms younger than twenty years. While the adult causes some damage through feeding, it is the burrowing of the larva into the heart of the palm that can cause the greatest mortality of trees. The adult female lays approximately two hundred eggs on new growth in the crown of the palm, at the base of young leaves, or in open lesions on the plant. The egg hatches into a white, legless larva. The larva will feed on the soft fibres and terminal buds, tunneling through the internal tissue of the tree for about a month. The larvae can occasionally grow to a length of six to seven centimeters. At pupation, the larva will leave the tree and form a cocoon built of dry palm fibers in leaf litter at the base of the tree. The total life cycle takes about 7–10 weeks
After fertilization, the adult female can lay between 300 and 500 eggs. They lay in holes they produced while searching for food, or take advantage of the cracks or wounds in a recently cut palm. At oviposition, females bend upward and the tarsi are anchored to the tissue with the spines of the third pair of legs to push the ovipositor into the tough palm tissue. After laying, the female protects and secures the eggs with a secretion that rapidly hardens around the eggs. On average, females produce 210 eggs per clutch, most of which hatch over a period of 3 days. The eggs are white, cylindrical, glossy, oval shaped, and measure 1 to 2.5 mm. The back of these eggs possess special 'gill cover' structures that provide the developing insect with oxygen.
The neonate larvae are yellow-white, segmented, legless, and have a chitinous head capsule (characteristic for curculionids) that is a darker brown than the rest of the body. They have powerful horizontal conical jaws which they use to burrow from the axils of the leaves to the crown, where they feed voraciously. Upon completion of larval development, the larva will sometimes emerge from the trunk of the tree, and build a pupal case of fiber extracted from the galleries inside the palm. The larva will then undergo metamorphosis into an adult. The larva will also weave a pupal case at the base of the palm fronds within the frond itself or at the centre of the base of the plant.
The adult insect is an excellent flier and is able to travel great distances. While they prefer to attack palms that are already infested or weakened by other stresses, they will colonize healthy palms.
From Wikipedia, the free encyclopedia
Αντιµετώπιση του κόκκινου ρυγχωτού κάνθαρου των φοινικιών
∆ρ Μαργαρίτα Χατζηστυλλή Λειτουργός Γεωργίας Α΄ στο Τµήµα Γεωργίας
O κόκκινος ρυγχωτός κάνθαρος ή ρυγχοφόρος (Rhynchophorus ferrugineus) είναι ένα έντοµο ιθαγενές της νοτιοανατολικής Ασίας, το οποίο εντοπίστηκε, για πρώτη φορά, στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ισπανία) το 1993 και εξαπλώθηκε σε όλη, σχεδόν, τη νότια Ευρώπη και τη Μεσογειακή Λεκάνη µετά το 2005, πιθανότατα, µέσω εισαγόµενων φοινικιών από Tρίτες Xώρες. Στην Κύπρο, εντοπίστηκε, για πρώτη φορά, το Σεπτέµβριο του 2006 σε φοινικιά Ξενοδοχείου, στη Λεµεσό, και µέχρι το τέλος του 2010 εξαπλώθηκε σε όλες τις Επαρχίες της Κύπρου. Ο ρυγχοφόρος προσβάλλει φοινικιές διαφόρων ειδών, µε κύρια προτίµηση στα είδη Phoenix canariensis (κανάριος φοίνικας) και Phoenix dactylifera (χουρµαδιά). Το ενήλικο του εντόµου µπορεί να πετάξει µέχρι και 1 χιλιόµετρο σε αναζήτηση κατάλληλου ξενιστή, συνήθως, κατά την Άνοιξη, το Καλοκαίρι και το Φθινόπωρο. Αφού το θηλυκό ζευγαρώσει µε το αρσενικό εναποθέτει γύρω στα 250 αυγά σε οπές ή πληγές του κορµού, ή στην κορυφή («καρδιά») του φυτού. Οι εκκολαπτόµενες προνύµφες τρέφονται από τους ιστούς της φοινικιάς, δηµιουργούν στοές µέσα στο φυτό, οπές στη βάση των φύλλων και νυµφώνονται σε κουκούλι που δηµιουργούν µε τις ίνες της φοινικιάς. Το κουκούλι εντοπίζεται, συνήθως, µέσα στον κορµό του φυτού ή στην κορυφή της κόµης και σπανιότερα στη ράχη του φύλλου και στο έδαφος. Όταν ωριµάσει το ενήλικο εξέρχεται από το κουκούλι και συνεχίζει το βιολογικό του κύκλο στο ίδιο φυτό µέχρι την κατάρρευσή του και, στη συνέχεια, αναζητεί νέο ξενιστή για σύζευξη, ωοτοκία και διατροφή. Ο βιολογικός κύκλος του εντόµου συµπληρώνεται σε τέσσερις, περίπου, µήνες στις κλιµατικές συνθήκες της Κύπρου, ενώ σε κάθε φυτό µπορεί να υπάρχουν διάφορα στάδια του εντόµου, δηλαδή, να υπάρχει αλληλεπικάλυψη γενεών. Τα έντοµα προσελκύονται από χηµικές ουσίες που εκλύονται από πληγές των φοινικιών, καθώς και από χηµικές ουσίες που απελευθερώνουν τα αρσενικά του εντόµου. Τα πρώτα συµπτώµατα προσβολής είναι δύσκολο να εντοπιστούν καθώς τα έντοµα αναπτύσσονται εντός του φυτού για µήνες, συνήθως προτού εµφανιστούν συµπτώµατα. Ωστόσο, µε προσεκτική παρατήρηση, κάποιος µπορεί να εντοπίσει κάποια αρχικά συµπτώµατα, όπως φαγώµατα στα φύλλα σε σχήµα L, τρύπες στις βάσεις των φύλλων κοντά στην κορυφή του κορµού ή στον κορµό µε ροή καφέ υγρού και υποτυπώδη ανάπτυξη της νέας βλάστησης. Σε πιο προχωρηµένα στάδια προσβολής παρατηρείται απώλεια φύλλων από τον κεντρικό άξονα του φυτού, ασύµµετρη ανάπτυξη, κάµψη της κόµης ή και δηµιουργία κενού στο κέντρο της, µέχρι την ολοκληρωτική κατάρρευση της κόµης του φυτού (όψη «οµπρέλας») και τη ξήρανσή του. Μεταξύ των δύο πιο ευπρόσβλητων ειδών φοινικιάς, φαίνεται ότι το έντοµο προτιµά τους κανάριους φοίνικες αφού προσβάλλονται πολύ συχνότερα από τις χουρµαδιές. Έχουν, επίσης, παρατηρηθεί διαφορές στον τρόπο προσβολής: οι κανάριοι φοίνικες προσβάλλονται, συνήθως στην κορυφή του κορµού από όπου εκπτύσσονται τα φύλλα, ενώ οι χουρµαδιές προσβάλλονται και στην κορυφή του φυτού, αλλά συχνότερα στη βάση του κορµού όπου υπάρχουν παραφυάδες. Για το λόγο αυτό, οι χουρµαδιές δυνατό να µην εµφανίσουν τα συµπτώµατα προσβολής που περιγράφονται πιο πάνω, αλλά να παρατηρηθούν οπές στον κορµό µε ροή καφέ σκούρου πυκνόρευστου υγρού (σαν τζελ) µε έντονη δυσάρεστη οσµή (προϊόν αποσύνθεσης των προσβεβληµένων ιστών) και σαπισµένοι ιστοί µε προνύµφες ή κουκούλια του εντόµου εντός της οπής. Τέτοιες προσβολές σε χαµηλά σηµεία του κορµού µπορεί να οδηγήσουν σε αποκοπή των φοινικιών και ξαφνική πτώση, ιδιαίτερα των ψηλών χουρµαδιών, µε κίνδυνο τραυµατισµού διερχοµένων ή πρόκλησης ζηµιών. Παρ’ όλο που η φοινικιά δεν είναι γηγενές είδος της Κύπρου, ούτε φυτό ιδιαίτερης γεωργικής και εµπορικής σηµασίας για τη Χώρα µας, θεωρείται σηµαντικό φυτό της Κυπριακής χλωρίδας και του αστικού πρασίνου καθώς έχει εγκλιµατιστεί εδώ και χρόνια στο Νησί µας. Ταυτόχρονα, φοίνικες ηλικίας πέραν των 100 ετών, που κοσµούν διατηρητέα και παλαιά κτήρια, έχουν ιδιαίτερη πολιτισµική, ιστορική και αισθητική αξία – η ιστορική τους σηµασία αναγνωρίζεται ακόµη και στην ποίηση του Κώστα Παλαµά µέσα από το ποίηµα του «Η Φοινικιά» που έγραψε το 1900. Τονίζεται επίσης ότι η χουρµαδιά (Phoenix dactylifera) ανήκει στα προστατευόµενα είδη µε βάση τον περί ∆ασών Νόµο του 2012, σύµφωνα µε τον οποίο απαιτείται ειδική άδεια από το Τµήµα ∆ασών για κοπή φοινικιών συγκεκριµένου ύψους και διαµέτρου κορµού. Εποµένως, η προστασία τέτοιων φοινικιών, αλλά και, γενικότερα, όλων των φοινικιών που βρίσκονται σε κήπους, πάρκα, χώρους αστικού πρασίνου, πεζοδρόµια κλπ., έχει ιδιαίτερη σηµασία για τη διατήρηση της Μεσογειακής ταυτότητας του τοπίου του Νησιού µας. Το Τµήµα Γεωργίας, ανταποκρινόµενο στις ανάγκες αυτές, αλλά και στις απαιτήσεις της Κοινοτικής Απόφασης 2007/365/ΕΚ για λήψη µέτρων για παρεµπόδιση της εξάπλωσης του εντόµου καταρτίζει και εφαρµόζει από το 2009 ετήσια σχέδια δράσης. Τα σχέδια αυτά περιλαµβάνουν παρακολούθηση των πληθυσµών του εντόµου παγκύπρια µε χρήση παγίδων, επιθεωρήσεις φυτωρίων, εφαρµογή προληπτικών και θεραπευτικών ψεκασµών σε ευπαθείς φοινικιές, κοπή και καταστροφή προσβεβληµένων φοινικιών και διαφώτιση του κοινού. Παρά τις προσπάθειες αυτές, το έντοµο έχει εξαπλωθεί σε όλην την Κύπρο, εξαιτίας του δύσκολου τρόπου καταπολέµησής του, του κρυπτικού βιολογικού του κύκλου εντός του φυτού, αλλά και της δυσκολίας στην οργάνωση και στην εµπλοκή όλων των ιδιοκτητών φοινικιών στην προσπάθεια αυτή. Έχει αποδειχθεί, τόσο από εµπειρίες δικές µας, όσο και ειδικών του εξωτερικού ότι, η αποτελεσµατική αντιµετώπιση του εντόµου και ο περιορισµός των προσβολών του απαιτεί τη συλλογική προσπάθεια διαφόρων Φορέων, αλλά και όλων των ιδιοκτητών ευπαθών φοινικιών. Στα πλαίσια αυτά, το Τµήµα Γεωργίας συνεργάζεται από το 2009 µε ενδιαφερόµενους ∆ήµους και Κοινότητες για λήψη µέτρων σε φοινικιές που βρίσκονται στην επικράτειά τους, όπως στην απεντόµωση, κοπή και κατάλληλη διαχείριση προσβεβληµένων φοινικιών για περιορισµό των εστιών αναπαραγωγής του εντόµου. Παράλληλα, το Τµήµα Γεωργίας προβαίνει σε προληπτικές εφαρµογές βιολογικών εντοµοκτόνων για προστασία φοινικιών που βρίσκονται σε χώρους κυβερνητικών κτηρίων, όπως στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στα ∆ικαστήρια, στο Προεδρικό Μέγαρο και σε χώρους διαφόρων Τµηµάτων και Υπουργείων. Το Τµήµα Γεωργίας καλεί τους ιδιοκτήτες ευπαθών φοινικιών να προβαίνουν στη λήψη κατάλληλων µέτρων, ώστε να συµβάλουν στις προσπάθειες περιορισµού των ζηµιών που προκαλεί ο ρυγχοφόρος. Ως πρόληψη θα πρέπει τα φυτά να διατηρούνται όσο το δυνατό πιο εύρωστα και υγιή. Κλαδέµατα να γίνονται µόνο το Χειµώνα, έτσι ώστε να αποφεύγεται η δηµιουργία πληγών που καθιστά τα φυτά ευπαθή σε προσβολή κατά τις περιόδους έντονης δραστηριότητας και πτήσης του εντόµου. Να ελέγχονται συχνά οι φοινικιές για τυχόν εµφάνιση συµπτωµάτων και να εφαρµόζονται εντοµοκτόνα προληπτικά για την προστασία τους και θεραπευτικά κατά τα αρχικά στάδια προσβολής, εναλλάσσοντας συνθετικά εντοµοκτόνα (όπως σκευάσµατα που περιέχουν τη δραστική ουσία imidaclorpid σε δοσολογία 10 κ.εκ./10 λίτρα για συνολικό όγκο 10-20 λίτρα ψεκαστικού διαλύµατος) και βιολογικά εντοµοκτόνα (όπως σκευάσµατα που περιέχουν τους εντοµοπαθογόνους νηµατώδεις Steinernema carpocapsae), ανά δύο, περίπου, µήνες. Κατά τους καλοκαιρινούς µήνες, συστήνεται η εφαρµογή των συνθετικών χηµικών σκευασµάτων. Κατά την ανθοφορία δεν πρέπει να εφαρµόζονται συνθετικά εντοµοκτόνα για αποφυγή τοξικότητας των µελισσών και άλλων εντόµων-επικονιαστών. ∆εν πρέπει, επίσης, να γίνεται εφαρµογή συνθετικών εντοµοκτόνων όταν οι χουρµαδιές καρποφορούν. Το ψεκαστικό διάλυµα θα πρέπει να εφαρµόζεται µε προσοχή στην κορυφή της φοινικιάς (λούσιµο µε ραντιστήρι ή ψεκαστήρα χαµηλής πιέσεως) και στα σηµεία του κορµού όπου εντοπίζεται προσβολή και να αποφεύγεται η δηµιουργία υψηλής πίεσης που οδηγεί το ψεκαστικό διάλυµα εκτός στόχου. Όπως για κάθε εφαρµογή φυτοπροστατευτικού σκευάσµατος θα πρέπει να λαµβάνονται τα κατάλληλα µέτρα προστασίας του χρήστη (γάντια, µάσκα, στολή), αλλά και των διερχοµένων, µε ενηµέρωση για τον επικείµενο ψεκασµό και σχετική σήµανση µετά τον ψεκασµό. Να αποφεύγεται η εφαρµογή συνθετικών εντοµοκτόνων όπου υπάρχουν παιδιά ή ζώα και σε κάθε περίπτωση να λαµβάνονται µέτρα, ώστε να µην επιτρέπεται η πρόσβασή τους στην περιοχή προτού στεγνώσει εντελώς το ψεκαστικό διάλυµα
Αντιµετώπιση του κόκκινου ρυγχωτού κάνθαρου των φοινικιών
∆ρ Μαργαρίτα Χατζηστυλλή Λειτουργός Γεωργίας Α΄ στο Τµήµα Γεωργίας
O κόκκινος ρυγχωτός κάνθαρος ή ρυγχοφόρος (Rhynchophorus ferrugineus) είναι ένα έντοµο ιθαγενές της νοτιοανατολικής Ασίας, το οποίο εντοπίστηκε, για πρώτη φορά, στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ισπανία) το 1993 και εξαπλώθηκε σε όλη, σχεδόν, τη νότια Ευρώπη και τη Μεσογειακή Λεκάνη µετά το 2005, πιθανότατα, µέσω εισαγόµενων φοινικιών από Tρίτες Xώρες. Στην Κύπρο, εντοπίστηκε, για πρώτη φορά, το Σεπτέµβριο του 2006 σε φοινικιά Ξενοδοχείου, στη Λεµεσό, και µέχρι το τέλος του 2010 εξαπλώθηκε σε όλες τις Επαρχίες της Κύπρου. Ο ρυγχοφόρος προσβάλλει φοινικιές διαφόρων ειδών, µε κύρια προτίµηση στα είδη Phoenix canariensis (κανάριος φοίνικας) και Phoenix dactylifera (χουρµαδιά). Το ενήλικο του εντόµου µπορεί να πετάξει µέχρι και 1 χιλιόµετρο σε αναζήτηση κατάλληλου ξενιστή, συνήθως, κατά την Άνοιξη, το Καλοκαίρι και το Φθινόπωρο. Αφού το θηλυκό ζευγαρώσει µε το αρσενικό εναποθέτει γύρω στα 250 αυγά σε οπές ή πληγές του κορµού, ή στην κορυφή («καρδιά») του φυτού. Οι εκκολαπτόµενες προνύµφες τρέφονται από τους ιστούς της φοινικιάς, δηµιουργούν στοές µέσα στο φυτό, οπές στη βάση των φύλλων και νυµφώνονται σε κουκούλι που δηµιουργούν µε τις ίνες της φοινικιάς. Το κουκούλι εντοπίζεται, συνήθως, µέσα στον κορµό του φυτού ή στην κορυφή της κόµης και σπανιότερα στη ράχη του φύλλου και στο έδαφος. Όταν ωριµάσει το ενήλικο εξέρχεται από το κουκούλι και συνεχίζει το βιολογικό του κύκλο στο ίδιο φυτό µέχρι την κατάρρευσή του και, στη συνέχεια, αναζητεί νέο ξενιστή για σύζευξη, ωοτοκία και διατροφή. Ο βιολογικός κύκλος του εντόµου συµπληρώνεται σε τέσσερις, περίπου, µήνες στις κλιµατικές συνθήκες της Κύπρου, ενώ σε κάθε φυτό µπορεί να υπάρχουν διάφορα στάδια του εντόµου, δηλαδή, να υπάρχει αλληλεπικάλυψη γενεών. Τα έντοµα προσελκύονται από χηµικές ουσίες που εκλύονται από πληγές των φοινικιών, καθώς και από χηµικές ουσίες που απελευθερώνουν τα αρσενικά του εντόµου. Τα πρώτα συµπτώµατα προσβολής είναι δύσκολο να εντοπιστούν καθώς τα έντοµα αναπτύσσονται εντός του φυτού για µήνες, συνήθως προτού εµφανιστούν συµπτώµατα. Ωστόσο, µε προσεκτική παρατήρηση, κάποιος µπορεί να εντοπίσει κάποια αρχικά συµπτώµατα, όπως φαγώµατα στα φύλλα σε σχήµα L, τρύπες στις βάσεις των φύλλων κοντά στην κορυφή του κορµού ή στον κορµό µε ροή καφέ υγρού και υποτυπώδη ανάπτυξη της νέας βλάστησης. Σε πιο προχωρηµένα στάδια προσβολής παρατηρείται απώλεια φύλλων από τον κεντρικό άξονα του φυτού, ασύµµετρη ανάπτυξη, κάµψη της κόµης ή και δηµιουργία κενού στο κέντρο της, µέχρι την ολοκληρωτική κατάρρευση της κόµης του φυτού (όψη «οµπρέλας») και τη ξήρανσή του. Μεταξύ των δύο πιο ευπρόσβλητων ειδών φοινικιάς, φαίνεται ότι το έντοµο προτιµά τους κανάριους φοίνικες αφού προσβάλλονται πολύ συχνότερα από τις χουρµαδιές. Έχουν, επίσης, παρατηρηθεί διαφορές στον τρόπο προσβολής: οι κανάριοι φοίνικες προσβάλλονται, συνήθως στην κορυφή του κορµού από όπου εκπτύσσονται τα φύλλα, ενώ οι χουρµαδιές προσβάλλονται και στην κορυφή του φυτού, αλλά συχνότερα στη βάση του κορµού όπου υπάρχουν παραφυάδες. Για το λόγο αυτό, οι χουρµαδιές δυνατό να µην εµφανίσουν τα συµπτώµατα προσβολής που περιγράφονται πιο πάνω, αλλά να παρατηρηθούν οπές στον κορµό µε ροή καφέ σκούρου πυκνόρευστου υγρού (σαν τζελ) µε έντονη δυσάρεστη οσµή (προϊόν αποσύνθεσης των προσβεβληµένων ιστών) και σαπισµένοι ιστοί µε προνύµφες ή κουκούλια του εντόµου εντός της οπής. Τέτοιες προσβολές σε χαµηλά σηµεία του κορµού µπορεί να οδηγήσουν σε αποκοπή των φοινικιών και ξαφνική πτώση, ιδιαίτερα των ψηλών χουρµαδιών, µε κίνδυνο τραυµατισµού διερχοµένων ή πρόκλησης ζηµιών. Παρ’ όλο που η φοινικιά δεν είναι γηγενές είδος της Κύπρου, ούτε φυτό ιδιαίτερης γεωργικής και εµπορικής σηµασίας για τη Χώρα µας, θεωρείται σηµαντικό φυτό της Κυπριακής χλωρίδας και του αστικού πρασίνου καθώς έχει εγκλιµατιστεί εδώ και χρόνια στο Νησί µας. Ταυτόχρονα, φοίνικες ηλικίας πέραν των 100 ετών, που κοσµούν διατηρητέα και παλαιά κτήρια, έχουν ιδιαίτερη πολιτισµική, ιστορική και αισθητική αξία – η ιστορική τους σηµασία αναγνωρίζεται ακόµη και στην ποίηση του Κώστα Παλαµά µέσα από το ποίηµα του «Η Φοινικιά» που έγραψε το 1900. Τονίζεται επίσης ότι η χουρµαδιά (Phoenix dactylifera) ανήκει στα προστατευόµενα είδη µε βάση τον περί ∆ασών Νόµο του 2012, σύµφωνα µε τον οποίο απαιτείται ειδική άδεια από το Τµήµα ∆ασών για κοπή φοινικιών συγκεκριµένου ύψους και διαµέτρου κορµού. Εποµένως, η προστασία τέτοιων φοινικιών, αλλά και, γενικότερα, όλων των φοινικιών που βρίσκονται σε κήπους, πάρκα, χώρους αστικού πρασίνου, πεζοδρόµια κλπ., έχει ιδιαίτερη σηµασία για τη διατήρηση της Μεσογειακής ταυτότητας του τοπίου του Νησιού µας. Το Τµήµα Γεωργίας, ανταποκρινόµενο στις ανάγκες αυτές, αλλά και στις απαιτήσεις της Κοινοτικής Απόφασης 2007/365/ΕΚ για λήψη µέτρων για παρεµπόδιση της εξάπλωσης του εντόµου καταρτίζει και εφαρµόζει από το 2009 ετήσια σχέδια δράσης. Τα σχέδια αυτά περιλαµβάνουν παρακολούθηση των πληθυσµών του εντόµου παγκύπρια µε χρήση παγίδων, επιθεωρήσεις φυτωρίων, εφαρµογή προληπτικών και θεραπευτικών ψεκασµών σε ευπαθείς φοινικιές, κοπή και καταστροφή προσβεβληµένων φοινικιών και διαφώτιση του κοινού. Παρά τις προσπάθειες αυτές, το έντοµο έχει εξαπλωθεί σε όλην την Κύπρο, εξαιτίας του δύσκολου τρόπου καταπολέµησής του, του κρυπτικού βιολογικού του κύκλου εντός του φυτού, αλλά και της δυσκολίας στην οργάνωση και στην εµπλοκή όλων των ιδιοκτητών φοινικιών στην προσπάθεια αυτή. Έχει αποδειχθεί, τόσο από εµπειρίες δικές µας, όσο και ειδικών του εξωτερικού ότι, η αποτελεσµατική αντιµετώπιση του εντόµου και ο περιορισµός των προσβολών του απαιτεί τη συλλογική προσπάθεια διαφόρων Φορέων, αλλά και όλων των ιδιοκτητών ευπαθών φοινικιών. Στα πλαίσια αυτά, το Τµήµα Γεωργίας συνεργάζεται από το 2009 µε ενδιαφερόµενους ∆ήµους και Κοινότητες για λήψη µέτρων σε φοινικιές που βρίσκονται στην επικράτειά τους, όπως στην απεντόµωση, κοπή και κατάλληλη διαχείριση προσβεβληµένων φοινικιών για περιορισµό των εστιών αναπαραγωγής του εντόµου. Παράλληλα, το Τµήµα Γεωργίας προβαίνει σε προληπτικές εφαρµογές βιολογικών εντοµοκτόνων για προστασία φοινικιών που βρίσκονται σε χώρους κυβερνητικών κτηρίων, όπως στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στα ∆ικαστήρια, στο Προεδρικό Μέγαρο και σε χώρους διαφόρων Τµηµάτων και Υπουργείων. Το Τµήµα Γεωργίας καλεί τους ιδιοκτήτες ευπαθών φοινικιών να προβαίνουν στη λήψη κατάλληλων µέτρων, ώστε να συµβάλουν στις προσπάθειες περιορισµού των ζηµιών που προκαλεί ο ρυγχοφόρος. Ως πρόληψη θα πρέπει τα φυτά να διατηρούνται όσο το δυνατό πιο εύρωστα και υγιή. Κλαδέµατα να γίνονται µόνο το Χειµώνα, έτσι ώστε να αποφεύγεται η δηµιουργία πληγών που καθιστά τα φυτά ευπαθή σε προσβολή κατά τις περιόδους έντονης δραστηριότητας και πτήσης του εντόµου. Να ελέγχονται συχνά οι φοινικιές για τυχόν εµφάνιση συµπτωµάτων και να εφαρµόζονται εντοµοκτόνα προληπτικά για την προστασία τους και θεραπευτικά κατά τα αρχικά στάδια προσβολής, εναλλάσσοντας συνθετικά εντοµοκτόνα (όπως σκευάσµατα που περιέχουν τη δραστική ουσία imidaclorpid σε δοσολογία 10 κ.εκ./10 λίτρα για συνολικό όγκο 10-20 λίτρα ψεκαστικού διαλύµατος) και βιολογικά εντοµοκτόνα (όπως σκευάσµατα που περιέχουν τους εντοµοπαθογόνους νηµατώδεις Steinernema carpocapsae), ανά δύο, περίπου, µήνες. Κατά τους καλοκαιρινούς µήνες, συστήνεται η εφαρµογή των συνθετικών χηµικών σκευασµάτων. Κατά την ανθοφορία δεν πρέπει να εφαρµόζονται συνθετικά εντοµοκτόνα για αποφυγή τοξικότητας των µελισσών και άλλων εντόµων-επικονιαστών. ∆εν πρέπει, επίσης, να γίνεται εφαρµογή συνθετικών εντοµοκτόνων όταν οι χουρµαδιές καρποφορούν. Το ψεκαστικό διάλυµα θα πρέπει να εφαρµόζεται µε προσοχή στην κορυφή της φοινικιάς (λούσιµο µε ραντιστήρι ή ψεκαστήρα χαµηλής πιέσεως) και στα σηµεία του κορµού όπου εντοπίζεται προσβολή και να αποφεύγεται η δηµιουργία υψηλής πίεσης που οδηγεί το ψεκαστικό διάλυµα εκτός στόχου. Όπως για κάθε εφαρµογή φυτοπροστατευτικού σκευάσµατος θα πρέπει να λαµβάνονται τα κατάλληλα µέτρα προστασίας του χρήστη (γάντια, µάσκα, στολή), αλλά και των διερχοµένων, µε ενηµέρωση για τον επικείµενο ψεκασµό και σχετική σήµανση µετά τον ψεκασµό. Να αποφεύγεται η εφαρµογή συνθετικών εντοµοκτόνων όπου υπάρχουν παιδιά ή ζώα και σε κάθε περίπτωση να λαµβάνονται µέτρα, ώστε να µην επιτρέπεται η πρόσβασή τους στην περιοχή προτού στεγνώσει εντελώς το ψεκαστικό διάλυµα
No comments:
Post a Comment