Translate

Sunday, 17 April 2016

Το κατεχόμενο χωριό Άσσια - Assia Village - Cyprus

See also

Η εκκλησία Αγίου Γεωργίου στο χωριό Άσσια - Agios Georgios Churche at Assia Village - Cyprus




Assia (Greek: Άσσια ) is a village in Cyprus, located 6 km northwest of Vatili.

Assia is located in the center of the Mesaoria valley. Before 1974, the population of Asha was approximately 2,700. The village consisted of two parishes, St. John's and St. George's. The village had five churches: St. George, St. John Prodromos, St. Theodore, St. Spyridon and Virgin Mary. St. Spyridon was born in Assia and the church was built by Michael Kassialos, a folk artist from Asha. Assia was also well known for the craftsmanship of the embroidery made there. The main source of income in the area was farming and many agricultural products of Assia were sold to Nicosia's markets. Assia was also famous for its cucumbers
From Wikipedia, the free encyclopedia

Η Άσσια είναι ένα από τα μεγάλα χωριά της κεντρικής Μεσαορίας, στην επαρχία Αμμοχώστου.  Βρίσκεται πάνω στον παλιό δρόμο Λευκωσίας - Αμμοχώστου, και στα νότια του καινούριου δρόμου 14 μίλια περίπου από τη Λευκωσία στ' ανατολικά της και 24 από την Αμμόχωστο στα δυτικά της.

Στα δυτικά του χωριού και πολύ κοντά είναι η Αφάνεια, στα ανατολικά η Βατυλή, στα βορειοδυτικά, βόρεια και βορειοανατολικά η Αγκαστίνα, ο Μαραθόβουνος, η Μουσουλίτα και ο Στρογγυλός.  Στα νότια, σε κάπως μεγαλύτερη απόσταση, είναι η Τρεμετουσιά, το Άρσος, η Αθηαίνου και δυο μικρά τουρκικά χωριά, η Αγιά και η Μελούσια.

Στη βόρεια πλευρά του χωριού εκτείνεται η πεδιάδα της Μεσαορίας, πλούσιος, εύφορος κάμπος, όπου ευδοκιμεί κυρίως το σιτάρι, παλαιότερα δε καλλιεργούσαν και το βαμβάκι, το σησάμι, τα μποστάνια.  Είναι επίπεδη εύφορη γη, με λίγα δέντρα, ποτίζεται από τον ποταμό Γιαλιά που τη γεμίζει με πλούσιες προσχώσεις.  Ένα παλιό αρδευτικό σύστημα - βαθιά αυλάκια που οδηγούν το νερό σε όλες τις περιοχές - και κάποιοι άγραφοι κανονισμοί και ο τεράστιος μόχθος των κατοίκων βοηθούν στο πότισμα της περιοχής, απαραίτητο για κάθε γεωργική παραγωγή.  Στα νότια είναι ο Τράχωνας, γη λιγότερο γόνιμη, «φτανή» ή και πετρώδης, που δεν ποτίζεται παρά από τη βροχή και με λάκκους.  Εδώ σπέρνεται κυρίως κριθάρι και βόσκουν τα πρόβατα.  Εδώ βρίσκονται και τα περβόλια που παράγουν πλούσια και καλής ποιότητας λαχανικά.

Το όνομα του χωριού προέρχεται κατά μια εκδοχή από το άδεντρο και άσκιο της περιοχής.  Τα δέντρα ήταν πάντα πολύ λίγα και δεν υπήρχε σκιά.  Η περιοχή ήταν άσκια (χωρίς σκιά), σιγά-σιγά δε με κάποια παραφθορά συνήθη στην Κυπριακή σε όμοιους φθόγγους, έγινε Άσσια.  Στα μεσαιωνικά κείμενα αναφέρεται σαν Άσκια ή Ασκία ή Ascia.

Σχετικά αναφέρει ο Σ. Μενάδρος στο βιβλίο του «Το τοπωνυμικό της Κύπρου», Αθήναι, 1907:

«Επίσης Άσσια καλείται παλαιά κώμη (Μσ.) μνημονευομένη πολλάκις επί της Φραγκοκρατίας ότι απετέλη κατά την ενετικήν απογραφήν το baliazzo d'Ascha (Mas L. III 509).  Άσσος  δε ήτο πόλις της Μυσίας επί του Αδραμυττίου κόλπου.  Εν ταις Assises γράφεται διαφοροτρόπως Aschia, Achia, Asquie (τόμ. 11 σ. 457, 461, 471) και παρά Μαχαιρά (269, 271, 286) «Άσκια» και «Αχεά» (σ. 69) πάσαι δ'αι γραφαί αύται μαρτυρούσιν ότι έκτοτε συνέπεσεν η προφορά των και σήμερον συγχεομένων φθόγγων σσι, σκι, χχι πάντων ακουόμενων ως ταχύ ιταλικόν sc (βλ. Αθ. S΄, 151)».

Υπάρχει και μια λαϊκή ετυμολογία, κοινή σε πολλούς κατοίκους του χωριού ότι το όνομα το πήρε από τα ασκιά που κατασκεύαζαν πολλοί κάτοικοι από δέρματα προβάτων και αιγών.  Σε περιόδους ηρωικών φαγοποτιών και ομηρικών διαγωνισμών στο πιοτό έλεγαν ότι το όνομα προήλθε από το ότι οι κάτοικοι εδώ έπιναν το κρασί με τα ασκιά.

Σχεδόν σε όλες τις πλευρές του χωριού, σε πολύ κοντινή ή κάπως πιο μακρινή απόσταση, υπάρχουν λείψανα από παλαιούς οικισμούς, που δείχνουν την κατά καιρούς τοποθεσία του χωριού.  Στα νότια υπάρχει η τοποθεσία «καταλύματα», όπου βρίσκονταν διάφορα πήλινα σπασμένα αντικείμενα, πηγάδια, σπηλιές, δείγμα τούτο ότι εκεί ήταν κάποιος παλαιός οικισμός.  Η ονομασία, τα αντικείμενα και κάποιες παραδόσεις κάνουν την εκδοχή αυτή πολύ λογική.

Πολλοί παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού υποστήριζαν ότι σε προηγούμενα χρόνια το χωριό βρισκόταν στην τοποθεσία Μάνια (Μάνγκια), προς το μέρος της Αγκαστίνας καταμεσής στον κάμπο.  Εκεί η γη είναι γόνιμη και υπήρχαν πολλά νερά.  Δίπλα εκεί περνούσε ο δρόμος της Μεσαορίας.  Κάπου κοντά ενωνόταν ο ποταμός Γιαλιάς με τον Πεδιαίο.  Τον καιρό της Φραγκοκρατίας υπήρχε εκεί μοναστήρι, με εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και με δώδεκα μοναχούς.

Οι Τούρκοι κατέστρεψαν το μοναστήρι και το μετέτρεψαν σε αγρόκτημα.  Το αγρόκτημα το δώρισε ο Λαλά - Μουσταφάς στο Ραματάν πασά που έμενε στην Άσσια.  Επειδή όμως η περιοχή πλημμύριζε από τα νερά του ποταμού και γινόταν λασπώδης, οι κάτοικοι της Μάνιας αναγκάστηκαν να μετακινηθούν προς την Άσσια, στα βόρεια του σημερινού χωριού.  Διάφοροι γέροντες ανέφεραν: «Πάντα ακούαμε για μια γυναίκα που μπήκε μπροστά και μαζί με άλλους χωριανούς  μας χώρισαν τους δυο ποταμούς, έτσι που ο Γιαλιάς να περνά δίπλα από το χωριό μας».  Η γυναίκα αυτή λέγεται πως ήταν η Κόμισσα Μαρία, που είχε μεγάλο αγρόκτημα, εκεί όπου σήμερα είναι το χωριό Στρογγυλός.  Το γεγονός αυτό τοποθετείται τον καιρό της Τουρκοκρατίας.

Ο ποταμός όμως εξακολουθούσε να τους δημιουργεί προβλήματα κι έτσι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν προς τα νότια, που ήταν πιο ψηλά, εκεί περίπου που σήμερα είναι η Άσσια.  Η νέα τοποθεσία ήταν στην περιοχή Προδρόμου και Χανούθκια, στα βορειοδυτικά του χωριού.  Στην τοποθεσία Προδρόμου βρέθηκαν θεμέλια, ίσως ναού, που οι πέτρες του χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση της εκκλησίας Προδρόμου στην πάνω ενορία του χωριού.  Για την ύπαρξη εκκλησίας σε αυτή την περιοχή μιλούν και διάφορες διηγήσεις μεταξύ των γεροντότερων Ασσιωτών.  Πολλοί έλεγαν ότι θυμούνταν που στην περιοχή αυτή γινόταν υπαίθρια θεία λειτουργία με κάποιες πολύ πρόχειρες διευθετήσεις.

Ερείπια υπήρχαν και στην περιοχή Χανούθκια (=μαγαζιά, καταστήματα), καθώς και μια μικρή πλινθόκτιστη εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου στα βορειοανατολικά του χωριού.  Η εκκλησούλα υπήρχε μέχρι το 1974.  Εκεί, όταν έσκαβαν για να πάρουν «χαβάρα» για επίστρωση των δρόμων, έβρισκαν σκελετούς ανθρώπων, γεγονός που μαρτυρεί ότι θα βρισκόταν κάποιο νεκροταφείο.  Επί πλέον στην περιοχή αυτή υπήρχαν τρεις λάκκοι: ο Λουρικός, στο δρόμο Άσσιας - Αγκαστίνας, ο Λάκκος της Καμάρας, στο δρόμο Άσσιας - Στρογγυλού και ένας άλλος.  Από αυτούς πότιζαν οι βοσκοί και υδρευόταν όλο το χωριό, γιατί δεν υπήρχε άλλη προμήθεια πόσιμου νερού.

Μια άλλη μαρτυρία για το ότι το χωριό βρισκόταν τότε σε αυτή την περιοχή είναι η εκκλησία της Παναγίας.  Είναι μια εκκλησία του 15ου αιώνα που έχει μεγάλη αρχαιολογική αξία, όπως αναφέρει και ο άγγλος αρχαιολόγος Robert Gunnis.  Οι τοίχοι της ήταν σκεπασμένοι με τοιχογραφίες, καλύφθηκαν όμως από τους χωρικούς κατά την επισκευή της.  Υπήρχε ως το 1974 στην εκκλησία σταυρός 17ου αιώνα και διάφορες παλαιές εικόνες.



Κάτι πολύ αξιοσημείωτο είναι η μαρτυρία για τις προσχώσεις του ποταμού Γιαλιά.  Το δάπεδο της εκκλησίας είναι κάπου 15 πόδια κάτω από την επιφάνεια του διπλανού δρόμου, λέγεται μάλιστα ότι το δάπεδο ξαναστρώθηκε δυο φορές, όταν η εκκλησία γέμιζε λάσπη σε καιρούς πλημμυρών, από το διπλανό ποταμό.  Από ένα σκάψιμο στα αριστερά της εισόδου φαίνεται ότι η εκκλησία είναι παραχωμένη στο έδαφος σχεδόν στο μισό της ύψος.  Η εκκλησία φαίνεται πως περισώθηκε, γιατί γύρω από την αυλή της υπήρχε ψηλό περιτείχισμα.  Από την επιφάνεια του δρόμου ως το δάπεδο της εκκλησίας κατεβαίναμε κάπου 20 σκαλοπάτια.  Η εκκλησία λειτουργούνταν 4 φορές το χρόνο, τις 4 μέρες που γιορτάζει η Παναγία και γνώριζε μεγάλη κοσμοσυρροή.  Την επισκέπτονταν όμως συχνά οι Ασσιώτες, και γιατί στην αυλή της βρισκόταν το νεκροταφείο του χωριού, το παλαιό και δίπλα το καινούριο.

Για την εκκλησία αυτή αναφέρει και ο Jeffery τα εξής στο βιβλίο του «Μνημεία της Κύπρου»: Το χωριό το εξυπηρετούν δυο μεγάλες εκκλησίες του 19ου αι. πολύ συνηθισμένου ρυθμού, ενώ σε μικρή απόσταση στα βόρεια βρίσκεται μια αρχαία δίκλιτη εκκλησία, αφιερωμένη στην Παναγία Θεοτόκο μέσα σ'ένα νεκροταφείο.  Πάνω από την πύλη της εισόδου της αυλής της εκκλησίας υπάρχει μια ασπίδα που φέρει ένα θυρεό και σε μια πρόχειρη είσοδο υπάρχει μια πλάκα ενός ιδιώτη με ελληνική επιγραφή.

Αργότερα όταν το χωριό μετακινήθηκε προς τα νότια, οι κάτοικοι έχτισαν κάπου στο κέντρο την εκκλησία του Προφήτη Ηλία.  Με την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί.  Οι παλαιότεροι κάτοικοι ανέφεραν ότι ο Ραματάν Πασάς - που κατέστρεψε το μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου της Μάνιας, που του το δώρισε ο Λαλά Μουσταφάς - διάλεξε την εκκλησία αυτή για να προσευχηθεί.  Έκοψε με το σπαθί του μια γωνία της εκκλησίας - της έκαμε τάχα περιτομή - και την ανακήρυξε τζαμί.  Τις εικόνες τις πήραν κρυφά οι Χριστιανοί και τις φύλαξαν για τις νέες εκκλησίες τους αργότερα.  Επειδή οι Τούρκοι κατοικούσαν στο κέντρο του χωριού, σε αυτή την περιοχή ήταν το τζαμί, το χωριό χωρίστηκε σε δυο ενορίες, την πάνω, στα δυτικά και την κάτω, στα ανατολικά.  Λίγο μετά το μέσο του 19ου αιώνα (1861) έχτισαν και τις εκκλησίες τους, του Τιμίου Προδρόμου η πάνω και του Αγίου Γεωργίου, η κάτω ενορία.  Οι εκκλησίες χτίστηκαν με εθελοντική εργασία των κατοίκων και, λόγω της μεγάλης προθυμίας τους, σε απίστευτα σύντομο χρονικό διάστημα.

Η μετακίνηση του χωριού προς τα νότια συνεχιζόταν ως το 1974.  Προς τα νότια το υψόμετρο ήταν μεγαλύτερο, ενώ τα βόρεια πλημμύριζαν από τον ποταμό Γιαλιά κι ένα παραπόταμο, τον Κατουλιάρη.  Από τα νότια - κάποτε λίγο έξω από το χωριό - περνούσε ο δρόμος Λευκωσίας - Αμμοχώστου, λίγο πιο πέρα ήταν το σχολείο του χωριού, ωραίο πετρόκτιστο κτίριο, με ιωνικούς κίονες, δίπλα οι κατοικίες των δασκάλων, πίσω το γήπεδο του Εθνικού Άσσιας και σε όλη την έκταση του δρόμου ωραία καινούρια σπίτια με όμορφους κήπους.  Το χωριό όλο και πήγαινε προς τα νότια σε όλη την έκταση του δρόμου, ενώ οι βόρειες γειτονιές όλο και ερήμωναν.  Επειδή η εκκλησούλα του Αγίου Θεοδώρου, που αναφέραμε πιο πριν, κινδύνευε να καταστραφεί κι είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί, χτίστηκε στα νότια, σε ύψωμα, ωραία, καινούρια εκκλησία με εράνους, συνεισφορές κι εργασία των χωριανών κι εγκαινιάστηκε από τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

Η ιστορία της Άσσιας αρχίζει από πολύ παλαιά.  Ίσως μάλιστα να είναι δυνατό να συνδεθεί με Λάκωνες αποίκους της Κύπρου, χωρίς όμως επιστημονικές αποδείξεις.  Τούτο μπορεί να δικαιολογηθεί από τοπωνύμια της η Μάνια (από το Μάνη' η Μάνη αναφέρεται κάπου και σα Μάνια) από κοντινούς αρχαίους συνοικισμούς, όπως οι Γόλγοι, που σχετίζονταν με Λάκωνες, από τον περήφανο, πείσμονα, σκληρό κι εκδικητικό χαρακτήρα των Ασσιωτών, τη βεντέτα, τους φόνους κ.ά. Σε αυτή την εργασία δε διεκδικούμε απόδειξη αυτού του ισχυρισμού, μπορεί όμως να μελετηθεί γιατί υπάρχουν κάποιες ενδείξεις.

Η Άσσια αναφέρεται σε διάφορους συγγραφείς, ιστορικούς, λογοτέχνες, λαογράφους παλαιούς και νεότερους, Έλληνες και ξένους.  Ο καθηγητής Αθανάσιος Σακελλαρίου εμβριθής μελετητής της κυπριακής ιστορίας, γράφει στο βιβλίο του «Τα Κυπριακά» 1 «εν μίλιο ανατολικά των Αθηαίνου και των Γόλγων κείται η κώμη Άσσια εκ τε Χριστιανών και Τούρκων κατοικουμένη».                

Από την Άσσια καταγόταν, σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ο Άγιος Σπυρίδωνας.  Υπάρχει σαφής μαρτυρία του Επισκόπου Τριφυλλίου στη βιογραφία του Αγίου' «Ούτος ουν ο Άγιος Σπυρίδων αγροίκος μεν ην, ως ειπείν, κατά την ανατροφήν, εν χωρίω Άσκια γεννηθείς εις την Κυπρίων Επαρχίαν».

Άλλες πληροφορίες αναφέρονται σε ιστορικά πρόσωπα που πέρασαν από την Άσσια κατά καιρούς και σε γεγονότα.  Συχνή σχετικά αναφορά γίνεται στο γνωστό Χρονικό του Μαχαιρά:

Η ρήγαινα έδειξεν φανόν ότι αρέσκει της.  Και έπεψεν φουσάτον μετά της και β' καπιτάνους, και ήλθαν και εγιοματίσαν εις την Άσκιαν, και τους καπετάνιους έκραζαν της τον έναν σιρ Κολ τα Κασκό και ο άλλος Τίσιο Σίμπο, με ψ ανθρώπους των αρμάτων (§466 f. 180 r.) 24-29.

Εβγαίνοντα ο Δημήτρης, εις τον κατήφορον του Αγίου Μάμα απέζευσεν και έβγαλεν το χαρτίον και έβαλέν το εις τον κόρφον του, και εκαβαλλίκευσεν και ήλθεν εις την Άσκιαν και ηύρεν το φουσάτον και απόφαγεν και έκατσαν ν' αναπαυτούν και ενέβην εις το απλίκιν όπου ήτον η Ρήγαινα, και έκραξεν την Προφέτταν την κιλιτρίαν της Ρήγαινας και είπεν της' «Ποίσε νώσιν της κυράς μου, ότι θέλω να τη(ς) συντύχω από την μερίαν του αφέντη μου του Ρηγός». (§429, f. 181, στ. 20-28).

Και αρώτησεν αν ηξεύρουν πού ευρίσκου(ν)ται με το λογάριν' και είπαν του, και είναι εις την Άσκιαν, ου να της εγδεκτούν ώδε'  και είπαν του' «Αν πάμεν και πάρωμεν το πράμαν απέ την Άσκιαν, ως που να περεποιθούμεν φεύγουν και πολομού νώσιν, και το διάστημαν της Αμμοχούστου είναι κοντά και τρέχουν και εφτάνου μας, και θέλομεν κιντυνέψειν' αμμέ άφησε νάρτουν ως την Σίνταν, ν'απομακρύζουν κ'εκεί με το θέλημαν του Θεού θέλομεν το πάρειν». (§454, f. 194 ν-υ, 17-32).

Σχετικά εκτενή αναφορά στην Άσσια κάμνει και ο Άγγλος αρχαιολόγος R. Gunnis στο βιβλίο του Historic Cyprus, Λονδίνο, 1956.

«Κατά το μεσαίωνα αυτό το χωριό ανήκε στην οικογένεια των Ντε Νόρες.  Εδώ ήταν που οι Γενουάτες αναπαύτηκαν μετά που είχαν ληστέψει τη Λευκωσία από τους θησαυρούς της.  Εδώ επίσης ήταν που οι σύμβουλοι της Ενετικής Κυβέρνησης συναντήθηκαν το 1570 για να αποφασίσουν τι ενέργειες και τι σχέδια εκστρατείας θα λαμβάνονταν εναντίον των εισβολέων που ήδη είχαν αποβιβαστεί και προχωρούσαν στην κακότυχη πόλη της Λευκωσίας».  Από το Μαχαιρά πήρε στοιχεία η Καλλιόπη Σφαέλλου Βενιζέλου για το βιβλίο της «Ο Βασιλιάς και ο Ρήγας», όπου βρίσκουμε και ειδικό κεφάλαιο για την Άσσια.

Ειδικό λήμμα για την Άσσια έχει και ο Jeffery (που μνημονεύτηκε και πιο μπροστά)' «Το χωριό Άσσια ήταν ο τόπος της συνάντησης των ρεττόρων» ή αντιπροσώπων της κυβέρνησης των Ενετών τις παραμονές της τουρκικής εισβολής, ότε προσπάθησαν να κάμουν ένα κοινό σχέδιο εκστρατείας εναντίον των εισβολέων, που ήδη περικύκλωσαν την καταδικασμένη πόλη της Λευκωσίας.  Κατά τα χρόνια του μεσαίωνα' (Achia, Asquie κ.τ.λ.) αναφέρεται συχνά στα Χρονικά.  Κάποτε ανήκε στην περίφημη οικογένεια De Nores, της στο Sieur Antoine de Bon. (Μαχαιράς).

Βασισμένες σε αυτά τα παλαιότερα κείμενα είναι και οι πληροφορίες που δίνουν νεότεροι συγγραφείς.  Ο αείμνηστος λαογράφος Νέαρχος Κληρίδης γράφει για την Άσσια στο βιβλίο του «Χωριά και Πολιτείες της Κύπρου, παίρνοντας από διάφορες πηγές».

«Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας την έλεγαν Άσκια, με την εξήγηση πως ήταν ένα χωριό που δεν είχε ούτε ένα δέντρο να κάνη λίγη σκιά το καλοκαίρι.  Στα χρόνια αυτά η Άσσια ήταν φέουδο του σπουδαιότερου φεουδάρχη της Κύπρου, που είχε τον τίτλο «Κόμης της Τρίπολης».  Στα χρόνια εκείνα η Άσσια ήταν σταθμός για εκείνους που ταξίδευσαν από τη Λευκωσία στην Αμμόχωστο, ή από την Αμμόχωστο στη Λευκωσία.  Έκαναν σταθμό για να ξεκουραστούν κι οι άνθρωποι και τα αλογά τους.  Εδώ έκανε σταθμό η βασίλισσα της Κύπρου Ελεονόρα στα 1373, που οι Γενουάτες είχαν αιχμαλωτίσει τον γιο της τον Πέτρο στην Αμμόχωστο και σχεδίασαν να κάνουν δική τους την Κύπρο'».  

Την Άσσια την αναφέρει και ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός στο βιβλίο του «Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου» σ. 282-83.  Μετά την επικείμενη κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους, ο τότε επίσκοπος της Πάφου Κονταρίνης, επειδή ο Αρχιεπίσκοπος απουσίαζε στη Βενετία προς εγκαθίδρυση των ευγενών και παντός του στρατεύματος και του λαού, έκαμε μίαν ομιλία στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας «παρόντων πάντων των Ρετόρων και Αρχηγών των στρατιωτών και του λαού αυτού».

Μετά την ενθουσιώδη ομιλία του Πάφου, ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει επί λέξει τα εξής' «Αυτή η ομιλία εθέρμανε πάντας και ο ένας εγκαρδίωνε τον άλλον.  Εδιεμοιράζοντο τα σήματα, και οι τόποι εις τον καθένα, και συνερίζοντο καθ' ένας να διαφεντεύση την πατρίδα του με την ιδίαν χύσιν του αίματος.  Τότε ηνάγκασαν οι Ρετόροι να φέρουν εις τα καστέλια τα αναγκαία της τροφής.  Επορεύθησαν οι ίδιοι εις Άσχιαν, προσμένοντας εκεί τον τοποτηρητήν της Αμμοχώστου διά να διορίσουν τα σιτάρια, τα πρόβατα, και όσα άλλα χρειαζόμενα και δεν έκαμαν άλλο, παρά να αρπάξουσι τα ζώα του καθ' ενός, τα κριθάρια και σιτάρια.  Οι δυστυχείς Πάροικοι επρόσμεναν με επιθυμίαν μεγάλην να ακούσουν ότι ελευθερώθησαν από την σκλαβιάν, επειδή ήκουσαν, πως ήλθον γράμματα από την Αυθεντίαν, οπού έγραφον να τους ελευθερώσουν, την Ελευθερίαν δεν απόκτησαν, μήτε ήλπιζαν να αποκτήσουν, έξω απ'εκείνην του Μουσταφαπασά».

Και ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει στη σελίδα 302 ότι αμέσως μετά την κατάληψη της Κύπρου από της Τούρκους το 1570, η Άσσια ήταν το πρώτο από 16 χωρία της Κύπρου που αναγκάστηκαν από τους Τούρκους να πληρώσουν ειδικό φόρο για τη συντήρηση των τούρκων στρατιωτών που λέγονταν «γιανίτσαροι».

Παρόμοια γράφει και ο Γ. Κυριαζής στο βιβλίο του «Τα χωριά της Κύπρου».

Ο Ν. Γ. Κυριαζής στο βιβλίο του «ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ», γράφει μεταξύ άλλων για την Άσσια' Asqia - Γράφεται Aschia, achia και παρά Μ.Χ. ασκία και αχέα (σελ. 69). Αναφέρεται balliazo d'ascha εις την απογραφήν (ΜΣ ΙΙΙ 509). Σημειούται εις τον χ. Εν (Vβ) παρά τη vatili και αναγράφεται aschia εις τους c της Μαμ εις το χλ. Εις το ΧΜ (Φ97 3β) σημειούται ως το τρίτον χωρίον του Κόμητος της Τριπόλεως, ως και μεταξύ των χωρίων της Επαρχίας Άσσιας (971 β).  Η Άσσια μνημονεύεται πολλάκις επί Φραγκοκρατίας, ότε απετέλη balliazo d'ascha (ΜΣ ΙΙΙ 50Ζ).

Την επίκλησιν του χωρίου παρεξηγήσαντες οι Τούρκοι γράφουσι Pascha guey.  Υπήρξε fiel de Minars της Μεσαορίας.  Κατά το 1359 ο Haques de Minars ήτο Seigneur d'Aschia.  Παράδοσις' Οι Τούρκοι κατευθυνόμενοι (1570) εις Αμμόχωστον έφθασαν εδώ και προσευχήθηκαν εις άιν Ηλίαν, μεταβάλλοντες τον ναόν του εις τζαμήν.  Έκτοτε το αποκαλούσι Pascha guey Χωρίον του Πασιά (Πασιά-κιογιού).

Αξιοσημείωτο είναι αυτό που αναφέρει ο Αμερικανός Jack Goodwin στο βιβλίο του «Τοπωνύμια της Κύπρου» ότι η Άσσια διατέλεσε προσωρινή πρωτεύουσα της Κύπρου τον καιρό των Βενετών μετά την κατάληψη της Λευκωσίας από τους Τούρκους το 1570.

Νεότερα Χρόνια

Στα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και κατά την ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας ήταν ακράτητος ο ενθουσιασμός, όταν έφταναν τα νέα για τη νικηφόρα προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Β. Ήπειρο.  Χτυπούσαν οι καμπάνες και ο κόσμος έβγαιναν χαρούμενοι στους δρόμους και ζητωκραύγαζαν και τραγουδούσαν τα κοροϊδευτικά τότε για το Μουσολίνι και την Ιταλία τραγούδια.  Ονόματα όπως Αργυρόκαστρο, Τεπελένι, Κορυτσά, Άγιοι Σαράντα ακούονταν σαν κάτι το πολύ γνωστό.  Μετά την υποδούλωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς η ατμόσφαιρα ήταν πολύ μελαγχολική.

Αρκετοί Έλληνες πρόσφυγες κυρίως από τη Χίο ήρθαν τότε κι εγκαταστάθηκαν στην Άσσια.  Οι Ασσιώτες τους δέχτηκαν με πολλή καλοσύνη, τους φιλοξένησαν και τους φέρονταν πάντα φιλικά.  Λίγο πριν την Κατοχή γίνονταν και στην Άσσια έρανοι, κυρίως σε είδος, «ζήθκειες» (οι ζητείες), για να σταλούν στην αγωνιζόμενη Ελλάδα τρόφιμα, ρούχα και χρήματα.  Φτωχοί, οι περισσότεροι τότε, αλλά συγκινημένοι κι ενθουσιασμένοι έδιναν ό,τι πολύτιμο είχαν, δακτυλίδια, άλλα κοσμήματα και κεντήματα για την Ελλάδα που αγωνιζόταν εναντίον του φασισμού.

Στα χωράφια της Άσσιας τότε, στη νότια πλευρά, οι Άγγλοι κατασκεύαζαν τους «κούκους», κωνικούς σωρούς από πέτρες και χώματα, για να εμποδίζουν, όπως ακούαμε τότε, την προσγείωση των γερμανικών αεροπλάνων σε περίπτωση επίθεσης κατά της Κύπρου.  Σε αυτές τις κατασκευές εργάζονταν αρκετό καιρό οι Ασσιώτες και κέρδιζαν τότε - δεν υπήρχαν πολλές δουλειές - αρκετά χρήματα.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου έφταναν στην Άσσια ινδοί στρατιώτες - εφεδρικές δυνάμεις ή για ξεκούραση - κατασκεύαζαν παράγκες και στρατωνίζονταν εκεί.  Και αυτοί ήταν μια πηγή κάποιων εισοδημάτων για την Άσσια.  Οι Ασσιώτες τους έβλεπαν με περιέργεια - τότε δεν έβλεπε ο κόσμος εύκολα ξένους - αλλά και με συμπάθεια, μερικοί με επιφύλαξη.

Στην Άσσια κατοικούσαν μέχρι τον Μάη 1956 μικρός αριθμός οικογενειών, Τουρκοκυπρίων.  Ήταν συγκεντρωμένοι όλοι στο μέσο περίπου του χωριού, κοντά στο τζαμί.  Τα σπίτια τους ήταν φτωχικά, πολλά επικοινωνούσαν μεταξύ τους από τους μισογκρεμισμένους τοίχους της αυλής.  Οι Τούρκοι ήταν φτωχοί, οι περισσότεροι δεν είχαν δική τους περιουσία κι εργάζονταν συνήθως κοντά στους Έλληνες.  Ήταν άνθρωποι απλοί και καλοί.  Οι σχέσεις τους με τους Έλληνες ήταν άριστες.  Ζούσαν όλοι μαζί σαν μια οικογένεια,  κοινά καφενεία, κοινές ταβέρνες, ακόμη και κοινή διασκέδαση.  Πολλές φορές και κοινές γιορτές.  Οι Τούρκοι, σχεδόν όλοι, μιλούσαν Ελληνικά, αλλά και πολλοί Έλληνες, όσοι γειτόνευαν μαζί τους καταλάβαιναν ή μιλούσαν Τούρκικα.   (Μια μαρτυρία για τους λόγους που οι Τούρκοι συγχωριανοί μας έφυγαν από το χωριό παρουσιάζουμε στο κεφάλαιο Ειδικές Μελέτες με απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Νίκα,  Αναπολώντας τον Αγώνα του 1955 - 59, Προσωπικές Μαρτυρίες, Εκδόσεις Επιφανίου, 2003, σελ. 52 - 58)

Η τουρκική συνοικία χώριζε περίπου το χωριό στις δυο ενορίες (γειτονιές) την  πάνω και την κάτω.  Με δικές τους εκκλησίες και δικά τους καφενεία - και επειδή το χωριό ήταν μεγάλο - ήταν σχεδόν δυο ξεχωριστά χωριά.  Οι κάτοικοι δεν είχαν διακρίσεις μεταξύ τους, ζούσαν αγαπημένα, όμως περισσότερη συναναστροφή είχαν μεταξύ τους η κάθε ενορία.  Είχαν βέβαια κοινό σχολείο, κοινά σωματεία, κοινές εκδηλώσεις και κοινές τις δυο εκκλησίες, της Παναγίας και τον Άγιο Θεόδωρο.

Παρ' όλο που η Άσσια διοικητικά ανήκε στην επαρχία Αμμοχώστου, όμως, επειδή βρισκόταν πιο κοντά στη Λευκωσία, είχε πολύ περισσότερη επαφή με την πρωτεύουσα.  Οι μαθητές πήγαιναν στα γυμνάσια Λευκωσίας, πολλοί εργάτες και τεχνίτες δούλευαν στη Λευκωσία, καθημερινά δε αρκετά λεωφορεία κουβαλούσαν κόσμο για ψώνια και για ποικίλες υποθέσεις εκεί. Πολύ λιγότεροι πήγαιναν στην Αμμόχωστο και ακόμα λιγότεροι στη Λάρνακα.

Επαφή κι επικοινωνία υπήρχε και με τα γειτονικά χωριά.  Ποδοσφαιρικές συναντήσεις - τα τελευταία χρόνια - πανηγύρια και, κάποτε, οι μεγάλες γιορτές έσμιγαν τους ανθρώπους.  Δημιουργούσαν φιλίες και συγγένειες κι ένιωθαν μια ξεχωριστή σχέση παρά με τα άλλα χωριά.

Οι Ασσιώτες ήταν πάντα εργατικοί και δραστήριοι στην πλειονότητά τους.  Φιλοτιμούνταν να είναι ο ένας καλύτερος από τον άλλο και το χωριό τους να ξεπερνά ή να μη υστερεί από τα άλλα.  Είχαν πρωτοβουλία, έκαναν επιχειρήσεις, μια δεύτερη δουλειά, ενώ παράλληλα νοιάζονταν και για το κοινό καλό.  Έκαμαν αρκετές προσπάθειες για την ίδρυση γυμνασίου στην Άσσια.  Όταν τελικά τούτο ιδρύθηκε στη Λύση, το έφεραν βαρέως και θεωρούσαν ότι αδικήθηκαν.

Τα χρόνια μετά το 1950 η ανάπτυξη του χωριού ήταν πραγματικά εντυπωσιακή.  Μηχανοποιήθηκε η γεωργία, δημιουργήθηκε αξιόλογη κτηνοτροφία, άνοιξαν καινούριες δουλείες, πολλοί έπαιρναν ανώτερη μόρφωση και σημαντικές θέσεις.  Το βιοτικό επίπεδο ανερχόταν διαρκώς.  Εξέλιπαν οι ζωοκλοπές και οι τσακωμοί που υπήρχαν παλαιότερα.  Χτίζονταν συνεχώς καινούρια μεγάλα πολυτελή σπίτια, όλα στη νότια πλευρά του χωριού.  Όσοι περνούσαν από κείνο το μέρος της Άσσιας είχαν καλά λόγια να λένε για τα σπίτια της.

Ξαφνικά, όλα τέλειωσαν τον Αύγουστο του 1974, φάνηκε.  Όλοι οι κάτοικοι έγιναν πρόσφυγες.  Σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη της Κύπρου όμως δεν τα παρατήσαμε.  Αρχίσαμε τον αγώνα μιας καινούριας δημιουργίας.  Και πολλοί πρόκοψαν ξανά.  Την Άσσια όμως δεν την ξεχάσαμε.  Θυμούμαστε κι ελπίζουμε και νοσταλγούμε.  Και δουλεύουμε σε όλους τους τομείς για να μη χαθεί αυτός ο τόπος και να ξαναγυρίσουμε στα σπίτια μας.  Και θα ξαναγυρίσουμε.


Πηγή: ΑΣΣΙΑ ζωντανές μνήμες βαθιές ρίζες μηνύματα επιστροφής, Λευκωσία 1983 - Πολιτιστικός Σύνδεσμος «Η Άσσια»
http://www.assia.org.cy/assia-historical-reference/60.html?showall=1

Photos 15/4/2016 by George Konstantinou































No comments:

Post a Comment