See also
Ο ιερός ναός Αγίου Γεωργίου στην Βατυλή - Agios Georgios Churche at Vatyli Village - Cyprus
Η Βατιλή βρίσκεται στην καρδιά της πιο μεγάλης και πιο εύφορης πεδιάδας της Κύπρου, στην πεδιάδα της Μεσαορίας. «Μεσαορία», επί λέξει, σημαίνει «ανάμεσα στα βουνά» (την οροσειρά του Πενταδάκτυλου και την οροσειρά του Τροόδους) και είναι ο σιτοβολώνας της Κύπρου. Η Βατιλή βρίσκεται σε υψόμετρο 55 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας στον παλιό δρόμο Λευκωσίας – Αμμοχώστου. Είναι στη μέση της απόστασης μεταξύ της πρωτεύουσας Λευκωσίας προς δυσμάς (27 χιλιόμετρα), της Αμμοχώστου προς ανατολάς (35 χιλιόμετρα) και της Λάρνακας προς νότο (32 χιλιόμετρα). Τα γειτονικά χωριά κατά μήκος του δρόμου (πηγαίνοντας προς ανατολάς) είναι: Άσσια, Βατιλή, Λύση και Κοντέα.
Το πλούσιο χώμα της πεδιάδας της Μεσαορίας ποτίζεται από τα νερά του ποταμού Γιαλιά και τους παραπόταμούς του, που κυλούν κατά τους βροχερούς χειμερινούς μήνες. Η μέση βροχόπτωση στη Βατιλή είναι περίπου 30 εκ. – ποσοστό πολύ πιο χαμηλό από τα 48.9 εκ., τη μέση βροχόπτωση ολόκληρης της Κύπρου. Τα νερά του ποταμού Γιαλιά χρησιμοποιούνται για άρδευση μέσω ενός συστήματος παλαιών καναλιών, ενώ τα προσχωσιγενή υλικά που μεταφέρει ο ποταμός κάνουν το χώμα πολύ εύφορο για την καλλιέργεια όλων των ειδών των δημητριακών.
Πώς η Βατιλή πήρε το όνομά της
Το όνομα «Βατιλή» λέγεται ότι προήλθε από το όνομα του πρώτου άρχοντα/κατόχου ολόκληρης της περιοχής γύρω από την πόλη, ο οποίος είχε κτίσει το σπίτι του εκεί και του οποίου το όνομα ήταν «Βατιλής». Ο Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικό 1456) αναφέρει ότι ολόκληρο το όνομα του ιδιοκτήτη ήταν Στέφανος Βατιλής και σημειώνει επίσης ότι αυτός ήταν ο τοπικός φοροεισπράκτορας του αλατιού. Κατά τον Μεσαίωνα, η Βατιλή ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής και ήταν γνωστή ως «η Κώμη του Στέφανου Βατιλή», αλλά με το πέρασμα του χρόνου επέζησε μόνο το τελευταίο όνομα. Ένας παλιός χάρτης της Κύπρου που δημοσιεύτηκε το 1573 δίδει δύο τοποθεσίες για τη Βατιλή: «Βασίλι» και «Στεφάνι». Στους παλιούς χάρτες της Κύπρου μπορούν να εντοπιστούν και οι δύο ονομασίες, «Βασίλι» ή «Στεφάνι». Στον χάρτη της Κύπρου του Blaeu (1635) φαίνεται ένα χωριό με το όνομα «Βασίλι». Επίσης κοντά στο «Βασίλι», φαίνεται μια τοποθεσία με την ονομασία «Στεφάνι». Ο Ολλανδός εκδότης Pieter Van der Aa στον «Νέο Άτλαντα» (“Nouvel Atlas”) που δημοσίευσε στο Leiden το 1714 ή 1730 αναφέρει και τις δύο ονομασίες: «Βασίλι» και «Στεφάνι». Έπειτα από ανασκαφές βρέθηκαν ίχνη αρχαίων συνοικισμών στην περιοχή νοτιοανατολικά προς βορειοδυτικά της σημερινής Βατιλής. Στην πραγματικότητα σύμφωνα με τα Κυπριακά Χρονικά (2004) «σχεδόν ολόκληρη η περιοχή μεταξύ Βατιλής και Σίντας (προς βορειοανατολικά) είναι γεμάτη από αρχαιότητες».
Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα ο χάρτης της Κύπρου τελειοποιήθηκε χάρη στις προσπάθειες ενός νεαρού αξιωματικού του μηχανικού τμήματος, του Horatio H. Kitchener, ο οποίος αργότερα έγινε Lord Kitchener. Αμέσως μετά την κατοχή της Κύπρου από τους Άγγλους, το 1878, ο Kitchener, μέσα σε μια περίοδο τριών χρόνων, χαρτογράφησε το νησί. Η χαρτογράφησή του έδειχνε τους δρόμους, τους ποταμούς, τα δάση και τα κτήρια, αλλά όχι τα σύνορα των περιουσιών (Newman {1953}). Αργότερα δημοσιεύτηκαν πολλοί χάρτες της Κύπρου βασισμένοι στις μελέτες και χαρτογραφήσεις Kitchener. Μια καθαρά οριοθετημένη θέση της Βατιλής φαίνεται σε ένα τέτοιο χάρτη, ο οποίος δημοσιεύτηκε από ένα ‘ερασιτέχνη’ Αμερικανό αρχαιολόγο, τον Di Censola (1878).
Σύμφωνα με το Mas Latri (1862) η Βατιλή υπήρξε ένα Λουζινιανό-Ενετικό φέουδο και περιλαμβανόταν στην περιοχή της Άσσιας. Το «Στεφάνι» είναι μια πολύ γνωστή τοποθεσία πολύ κοντά στη Βατιλή (προς τα βορειοανατολικά) όπου βρέθηκαν αρχαιότητες. Όταν η Κύπρος βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Φράγκων, η Βατιλή ήταν ένα φέουδο που ανήκε στον Μοντολίφ, ένα λόρδο φεουδάρχη. Όταν πέθαναν οι απόγονοι του, ο Φράγκος βασιλιάς έδωσε τη Βατιλή σε ένα άλλο λόρδο φεουδάρχη, τον Σερ Antoine de Bon.
Οι κάτοικοι της Βατιλής
Η Βατιλή ήταν ένα μικτό χωριό με πληθυσμό 3161 κατοίκων το 1973 (3/4 {2318} περίπου ελληνοκύπριοι και ¼ {843} τουρκοκύπριοι). Οι κάτοικοι της Βατιλής ασχολούνταν βασικά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Καλλιεργούσαν κυρίως σιτάρι, κριθάρι, λαχανικά, σταφύλια, αμύγδαλα και τριφύλλι. Οι ελληνοκύπριοι, όπως και οι τουρκοκύπριοι έτρεφαν πρόβατα, γίδια, βόδια και αγελάδες, μεταγωγικά ζώα και κοτόπουλα. Οι ελληνοκύπριοι έτρεφαν επίσης και μερικούς χοίρους, μια συνήθεια που ήταν αυστηρά απαγορευμένη κατά την Τουρκοκρατία.
Οι δύο κοινότητες ζούσαν σε δύο διαφορετικά τμήματα του χωριού. Ένας περαιτέρω διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας, όταν σύμφωνα με τον Κύπριο ιστορικό της Βατιλής Χριστόδουλο Λεωνίδoυ, λειτούργησε ο αμαξιτός μεταξύ Λευκωσίας και Αμμοχώστου την ίδια ώρα και συναντώνταν στη Βατιλή – που βρισκόταν στη μέση της απόστασης. Εκεί, στο χάνι του Γιωρκή Χατζησάββα, στην πλατεία του χωριού, ήταν το σημείο που ξεκούραζαν ή αλλαζαν τα άλογα. Πολλοί σημαντικοί Τουρκοκύπριοι πούλησαν σε ελληνοκύπριους τα σπίτια τους, που είχαν κατά μήκος του αμαξιτού, και μετακινήθηκαν στον Τουρκικό Τομέα για να προστατεύσουν την προσωπική ζωή των γυναικών τους από τα κοινά βλέμματα.
Ο μιναρές στον τουρκικό τομέα είναι κτισμένος δίπλα στην αρχαία εκκλησία του Αγίου Νικολάου, η οποία χρονολογείται πριν την έναρξη της Αγγλοκρατίας. Πολλά από τα σπίτια των ελληνοκυπρίων και των τουρκοκυπρίων, όπως επίσης και οι φάρμες και τα χωράφια τους, γειτόνευαν μεταξύ τους. Οι δύο κοινότητες ζούσαν πλάι – πλάι και είχαν η κάθε μια τα δικά της σχολεία και τα δικά της θρησκευτικά ιδρύματα.
Βιβλιογραφία: «Η Βατιλή που γνώριζα» – Του Χάρη Γ. Χάρη.
Πηγή http://vatyli.com.cy/h-batili/
Photos 15/4/2016 by George Konstantinou
No comments:
Post a Comment