See also
Bellapais Abbey, or "The Abbey of Peace" (from French: Abbaye de la Belle Paix), is the ruin of a monastery built by Canons Regular in the 13th century on the northern side of the small village of Bellapais, about five kilometers from the town of Kyrenia. The ruin is at an altitude of 220m above sea level, and commands a long view down to Kyrenia and the Mediterranean sea.
The abbey consists of a church and a cloister, with most of the monastic buildings surrounding the cloister. In Britain these would normally be built on the south side of the church to shelter the living quarters from the cold air from the north. At Bellapais, the monastic buildings are on the north, probably to be cooler, although occasionally the lay of the land dictated position.
The Abbey's main entrance is through a fortified gate on the south side, with a tower that is a later addition, and a forecourt. The gateway replaced an earlier drawbridge.
The church, which dates to the 13th century, itself borders the courtyard and is the best preserved part of the complex. The Italian murals on the facade may date to the 15th century. The church has a flat roof and a belfry, with only one surviving bell, above the entrance. The church consists of a nave with two side aisles, a choir and a sacristy. The surviving decorations include an intricately carved pulpit, the bishop's throne, and five chandeliers. It is possible that the graves of several Lusignan kings rest beneath the floor of the church.
The forecourt leads to the cloister, which has 18 arches. Under one of the arches on the north side there are two Roman sarcophagi that the canons once used as lavabos. The sarcophagi are one above the other, with the upper one being decorated, and the lower one plain. Water flowed from the upper to the lower, and then out a channel to the cloister garden.
Behind the sarcophagi there is a door that leads to the canons' refectory. The door's lintel contains coats of arms of Cyprus, Jerusalem, and the Lusignans. The refectory is Gothic in design and is the finest room in the Abbey. It includes a pulpit that projects from the north wall, six windows on the north wall that illuminate the space, and a rose window on the eastern wall. The room is 30m long and 10m wide, with seven columns that extend from the side walls to support the roof. While the canons ate their meals, a lector in the pulpit would read to them from the scriptures or the lives of the saints. The six windows provide a lovely view across the countryside to the sea. A door on the western wall leads to the kitchen and to a cellar built under the refectory. The rooms between the refectory and the kitchen may once have been the abbey's lavatories.
The chapter house is on the eastern side of the cloister, as is the undercroft. The chapter house functioned as the abbey's administrative office, and the undercroft contained workrooms. The chapter house has an interesting Gothic stone carving. The carving depicts a man with a double ladder on his back, a second man between two sirens, a woman reading, two beasts attacking a man, a woman with a rosary, a monkey and a cat in the foliage of a pear tree under which there is a man holding a shield, and a canon wearing a cloak. The column in the center of the chapter house may have come from a Byzantine church. The canons' cells were on a second floor, above the chapter house and the undercroft.
There are several stairs from the cloisters. Three give access to the roof. On the south side of the cloister there is a pair of stairs that lead to the abbey's treasury room, which is in the northwest corner of the monastery.
The site of the Abbey may have served the Bishops of Kyrenia as a residence, and as a place of refuge from Arab raids in the 7th and 8th centuries. The first occupants known to have settled on or near the site were the Canons Regular of the Holy Sepulchre, who had fled Jerusalem after its fall in 1187 to Saladin. The canons had been the custodians of the Church of the Holy Sepulcher.
Aimery de Lusignan founded the monastery, with the first buildings dating to between 1198-1205. The abbey was consecrated as the Abbey of St. Mary of the Mountain. The White Canons (Norbertines or Premonstratensians) succeeded the founding canons in 1206. Consequently, documents from the 15th and 16th century refer to Bellapais as the "White Abbey".
The main building as it can be seen today was built during the rule of King Hugh III 1267-1284. The cloisters and the refectory were constructed during the rule of King Hugh IV between 1324-1359. Hugh IV lived in the abbey and had apartments constructed for his use.
In 1373, the Genoese raided Kyrenia, almost destroying Kyrenia Castle. The Genoese stripped Bellapais of anything that was portable and of any value.
By 1489 the Venetians had taken control of Cyprus. They shortened the Abbey's name to "De la Pais" ("Of Peace"), which in turn became Bellapais. By the time of the Venetians, the inhabitants of the Abbey had abandoned the Premonstratensian Rule. Reportedly, canons took wives, and then to keep the business within the family, accepted only their children as novices.
Following the Ottoman conquest of Kyrenia and Kyrenia Castle in 1571, the Ottomans expelled the Premonstratensians and gave the abbey to the Greek Orthodox Church of Cyprus, which they appointed as the only legal Christian church on Cyprus. The Church of Cyprus neglected the Abbey, which fell into disrepair. However, the abbey church itself came to serve as the parish church for the village that grew up around it, and whose inhabitants may have used the abbey as a quarry for stone.
During the period of British control of Cyprus (1878-1960), the British Army initially took control of Bellapais. In 1878 they cemented the floor of the refectory, which they then used as a hospital. Unfortunately, the soldiers also fired off small arms in the refectory; one may still see bullet holes in the east wall. Then in 1912 George Jeffery, Curator of the Ancient Monuments of Cyprus, undertook repairs of the abbey.
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Αββαείο του Πέλλα Πάϊς βρίσκεται στο ομώνυμο χωριό στην επαρχία Κερύνειας στην κατεχόμενη Κύπρο. Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά εναπομείναντα μνημεία Γοτθικής μοναστικής αρχιτεκτονικής στην ανατολική Μεσόγειο. Είναι κτισμένο πάνω σε ένα φυσικό βραχώδη γκρεμό του οποίου η βόρεια άκρη έχει κατακόρυφη κλίση πάνω από 100 πόδια, παρέχοντας έτσι εξαιρετικές συνθήκες προστασίας από την πλευρά αυτή. Στη νότια πλευρά, προς το λόφο, και στα δυτικά φαίνεται ότι είχε ανοιχτεί μια τεχνητή τάφρος η οποία περιέβαλλε το οχυρωματικό τείχος που προστάτευε το αβαείο. Οι πρώτες πηγές αναφέρουν το αββαείο ως κτίριο Αυγουστινιανών κανόνων το οποίο ιδρύθηκε από τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ, προφανώς τον Aimery de Lusignan ο οποίος βασίλευσε από το 1198 μέχρι το 1205.
Κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του το αββαείο αναφέρεται ως ‘Επισκοπία’ ή ‘Πισκοπιά’. Το όνομα αυτό πιθανόν να υποδηλώνει ότι το κτίριο κτίστηκε πάνω από τα θεμέλια της κατοικίας του Έλληνα επισκόπου της Κερύνειας (Επισκοπή). Ο επίσκοπος ίσως να κατέφυγε στο μέρος αυτό με τις Αραβικές επιδρομές (648 – 965). Η ονομασία ‘Επισκοπία’ υποκαταστάθηκε αργότερα με την ονομασία ‘Lapais’ και μετά από παραφθορά της λέξης αυτής κατά το 16ο αι., το αβαείο πήρε τη σημερινή του ονομασία.
Με την Οθωμανική κατάκτηση του 1570, οι Οθωμανοί κατέλαβαν το αββαείο και την περιουσία του αλλά επέτρεψαν στους ορθόδοξους πιστούς να τελούν τις λειτουργίες τους στην εκκλησία του αβαείου.
Εκτός από κάποιες μικρές αλλαγές που έγιναν στο χώρο της εκκλησίας για να μπορέσει ο ναός να λειτουργεί ως ορθόδοξος (π.χ. σύγχρονο εικονοστάσι), η εκκλησία του αββαείου διατηρείται στην αρχική της μορφή. Το ιερό είναι τετραγωνισμένο και υπάρχουν δύο κλίτη. Εντύπωση προκαλούν οι αψίδες στο εσωτερικό του ναού οι οποίες καταλήγουν στις κίονες που στηρίζουν τις στέγες των κλιτών. Τα κιονόκρανα των κολόνων χρονολογούνται στο 13ο αι. και ακολουθούν Φράγκικη τεχνοτροπία. Η ψηλότερη σειρά των παραθύρων βρίσκεται ακριβώς πάνω από τις κεντρικές αψίδες αφού τα κλίτη στεγάζονται με επίπεδες οροφές οι οποίες δίνουν στο εσωτερικό του κτιρίου μια συμπιεσμένη όψη η οποία δεν είναι συνηθισμένη στα Γοτθικά κτίρια της Ευρώπης. Στο νότιο τοίχο του ιερού διακρίνονται τα ίχνη τετράγωνου γραπτού μεταλλίου που απεικονίζει την προτομή του Αγίου Ιακώβου και χρονολογείται στο 14ο αι.
Το περιστύλιο του αβαείου είναι κτίσμα του 14ου αι., νεότερο δηλαδή από την εκκλησία. Σήμερα το περιστύλιο διατηρείται ολόκληρο εκτός από την δυτική του πλευρά. Το κτίριο κοσμείται με σκαλισμένα φυτικά μοτίβα, ανθρώπινες μορφές και μορφές ζώων. Στην βορειδυτική γωνία υπάρχει μαρμάρινη λεκάνη στην οποία βρίσκεται ενσωματωμένη μια σκαλισμένη μαρμάρινη σαρκοφάγος του 2ου αι. μ. Χ.
Πίσω από τη μαρμάρινη λεκάνη ανοίγεται η είσοδος που οδηγεί στην τραπεζαρία. Το υπέρθυρο της εισόδου φέρει χαραγμένα οικόσημα. Η τραπεζαρία είναι ένα εντυπωσιακό κτίριο με καμάρες και αποτελείται από έξι διαμερίσματα (bays). Στους τοίχους της τραπεζαρίας διατηρούνται ακόμη τα ίχνη των θρανίων. Στον ανατολικό τοίχο υπήρχε κάθισμα σε ψηλότερο επίπεδο από τα υπόλοιπα, και πιθανόν σε αυτό να καθόταν ο Ηγούμενος του αβαείου. Στα δυτικά βρίσκεται η κουζίνα και στο βόρειο τοίχο μια μικρή κλίμακα οδηγεί σε έναν μικρό άμβωνα από τον οποίο διαβάζονταν κατά τη διάρκεια των γευμάτων αποσπάσματα από τις Γραφές.
Στα ανατολικά του περιστυλίου βρίσκεται η κρύπτη των κοιτώνων όπου πιθανόν η κοινότητα του αβαείου να εργαζόταν. Στο χώρο αυτό σχεδόν κάθε πέτρα φέρει χαραγμένο το όνομα του χτίστη που την έκοψε. Ενωμένο με την νότια όψη της κρύπτης βρίσκεται το κτίριο όπου κάθε πρωί διαβάζονταν οι εκκλησιαστικοί κανόνες. Η κεντρική μαρμάρινη κολόνα και το κιονόκρανο τα οποία στήριζαν την αψίδα του κτιρίου πιθανόν να μεταφέρθηκαν από κάποια Πρωτοχριστιανική εκκλησία. Στα νότια του περιστυλίου υπάρχει κλίμακα που οδηγεί στους κοιτώνες οι οποίοι διατηρούνται αποσπασματικά και κτιστήκαν από τον Ενρίκο Δ’. Στο δεύτερο αυτό όροφο οι κοιτώνες κατελάμβαναν όλο το μήκος του δωματίου των κανόνων και της κρύπτης. Σήμερα διατηρείται μόνο ο δυτικός τους τοίχος.
Στα δυτικά του περιστυλίου, ανασκαφικές έρευνες απεκάλυψαν τα κατάλοιπα μακρόστενου κτίσματος που λειτουργούσε ως κελάρι (cellarium). Το κτίσμα αυτό ήταν διώροφο και εκεί λάμβαναν χώρα οι δραστηριότητες οικιακής οικονομίας. Στα δυτικά του κελαριού απλωνόταν η αυλή της κουζίνας ενώ πιο βόρεια βρισκόταν τα κτίρια της κουζίνας. Μεταξύ της κουζίνας και της τραπεζαρίας διακρίνονται τα κατάλοιπα σειράς αποχωρητηρίων. Μεταξύ της κουζίνας και της τραπεζαρίας και στο βόρειο άκρο του κελαριού μια λίθινη κλίμακα οδηγεί σε υπόγεια κρύπτη. Η κρύπτη βρίσκεται κάτω από την τραπεζαρία και πρόκειται για αψιδωτό κτίσμα, χωρισμένο σε δύο ευρύχωρα δωμάτια στα οποία φυλασσόταν το ελαιόλαδο και τα άλλα αγροτικά προϊόντα που παρήγαγε το αβαείο.
Πηγή http://www.mcw.gov.cy/mcw/DA/DA.nsf/All/5AC2265B29A1BAC2C22572730039CCB9?OpenDocument
Photos 3/4/2016 by George Konstantinou
Το χωριό Πέλλαπαϊς - Bellapais Village - Cyprus
Η εκκλησία Παναγία Ασπροφορούσα στο Αββαείο Μπελαπάις - Churche Panagia Asproforousa in Bellapais Abbey - Cyprus
Bellapais Abbey, or "The Abbey of Peace" (from French: Abbaye de la Belle Paix), is the ruin of a monastery built by Canons Regular in the 13th century on the northern side of the small village of Bellapais, about five kilometers from the town of Kyrenia. The ruin is at an altitude of 220m above sea level, and commands a long view down to Kyrenia and the Mediterranean sea.
The abbey consists of a church and a cloister, with most of the monastic buildings surrounding the cloister. In Britain these would normally be built on the south side of the church to shelter the living quarters from the cold air from the north. At Bellapais, the monastic buildings are on the north, probably to be cooler, although occasionally the lay of the land dictated position.
The Abbey's main entrance is through a fortified gate on the south side, with a tower that is a later addition, and a forecourt. The gateway replaced an earlier drawbridge.
The church, which dates to the 13th century, itself borders the courtyard and is the best preserved part of the complex. The Italian murals on the facade may date to the 15th century. The church has a flat roof and a belfry, with only one surviving bell, above the entrance. The church consists of a nave with two side aisles, a choir and a sacristy. The surviving decorations include an intricately carved pulpit, the bishop's throne, and five chandeliers. It is possible that the graves of several Lusignan kings rest beneath the floor of the church.
The forecourt leads to the cloister, which has 18 arches. Under one of the arches on the north side there are two Roman sarcophagi that the canons once used as lavabos. The sarcophagi are one above the other, with the upper one being decorated, and the lower one plain. Water flowed from the upper to the lower, and then out a channel to the cloister garden.
Behind the sarcophagi there is a door that leads to the canons' refectory. The door's lintel contains coats of arms of Cyprus, Jerusalem, and the Lusignans. The refectory is Gothic in design and is the finest room in the Abbey. It includes a pulpit that projects from the north wall, six windows on the north wall that illuminate the space, and a rose window on the eastern wall. The room is 30m long and 10m wide, with seven columns that extend from the side walls to support the roof. While the canons ate their meals, a lector in the pulpit would read to them from the scriptures or the lives of the saints. The six windows provide a lovely view across the countryside to the sea. A door on the western wall leads to the kitchen and to a cellar built under the refectory. The rooms between the refectory and the kitchen may once have been the abbey's lavatories.
The chapter house is on the eastern side of the cloister, as is the undercroft. The chapter house functioned as the abbey's administrative office, and the undercroft contained workrooms. The chapter house has an interesting Gothic stone carving. The carving depicts a man with a double ladder on his back, a second man between two sirens, a woman reading, two beasts attacking a man, a woman with a rosary, a monkey and a cat in the foliage of a pear tree under which there is a man holding a shield, and a canon wearing a cloak. The column in the center of the chapter house may have come from a Byzantine church. The canons' cells were on a second floor, above the chapter house and the undercroft.
There are several stairs from the cloisters. Three give access to the roof. On the south side of the cloister there is a pair of stairs that lead to the abbey's treasury room, which is in the northwest corner of the monastery.
The site of the Abbey may have served the Bishops of Kyrenia as a residence, and as a place of refuge from Arab raids in the 7th and 8th centuries. The first occupants known to have settled on or near the site were the Canons Regular of the Holy Sepulchre, who had fled Jerusalem after its fall in 1187 to Saladin. The canons had been the custodians of the Church of the Holy Sepulcher.
Aimery de Lusignan founded the monastery, with the first buildings dating to between 1198-1205. The abbey was consecrated as the Abbey of St. Mary of the Mountain. The White Canons (Norbertines or Premonstratensians) succeeded the founding canons in 1206. Consequently, documents from the 15th and 16th century refer to Bellapais as the "White Abbey".
The main building as it can be seen today was built during the rule of King Hugh III 1267-1284. The cloisters and the refectory were constructed during the rule of King Hugh IV between 1324-1359. Hugh IV lived in the abbey and had apartments constructed for his use.
In 1373, the Genoese raided Kyrenia, almost destroying Kyrenia Castle. The Genoese stripped Bellapais of anything that was portable and of any value.
By 1489 the Venetians had taken control of Cyprus. They shortened the Abbey's name to "De la Pais" ("Of Peace"), which in turn became Bellapais. By the time of the Venetians, the inhabitants of the Abbey had abandoned the Premonstratensian Rule. Reportedly, canons took wives, and then to keep the business within the family, accepted only their children as novices.
Following the Ottoman conquest of Kyrenia and Kyrenia Castle in 1571, the Ottomans expelled the Premonstratensians and gave the abbey to the Greek Orthodox Church of Cyprus, which they appointed as the only legal Christian church on Cyprus. The Church of Cyprus neglected the Abbey, which fell into disrepair. However, the abbey church itself came to serve as the parish church for the village that grew up around it, and whose inhabitants may have used the abbey as a quarry for stone.
During the period of British control of Cyprus (1878-1960), the British Army initially took control of Bellapais. In 1878 they cemented the floor of the refectory, which they then used as a hospital. Unfortunately, the soldiers also fired off small arms in the refectory; one may still see bullet holes in the east wall. Then in 1912 George Jeffery, Curator of the Ancient Monuments of Cyprus, undertook repairs of the abbey.
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Αββαείο του Πέλλα Πάϊς βρίσκεται στο ομώνυμο χωριό στην επαρχία Κερύνειας στην κατεχόμενη Κύπρο. Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά εναπομείναντα μνημεία Γοτθικής μοναστικής αρχιτεκτονικής στην ανατολική Μεσόγειο. Είναι κτισμένο πάνω σε ένα φυσικό βραχώδη γκρεμό του οποίου η βόρεια άκρη έχει κατακόρυφη κλίση πάνω από 100 πόδια, παρέχοντας έτσι εξαιρετικές συνθήκες προστασίας από την πλευρά αυτή. Στη νότια πλευρά, προς το λόφο, και στα δυτικά φαίνεται ότι είχε ανοιχτεί μια τεχνητή τάφρος η οποία περιέβαλλε το οχυρωματικό τείχος που προστάτευε το αβαείο. Οι πρώτες πηγές αναφέρουν το αββαείο ως κτίριο Αυγουστινιανών κανόνων το οποίο ιδρύθηκε από τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ, προφανώς τον Aimery de Lusignan ο οποίος βασίλευσε από το 1198 μέχρι το 1205.
Κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του το αββαείο αναφέρεται ως ‘Επισκοπία’ ή ‘Πισκοπιά’. Το όνομα αυτό πιθανόν να υποδηλώνει ότι το κτίριο κτίστηκε πάνω από τα θεμέλια της κατοικίας του Έλληνα επισκόπου της Κερύνειας (Επισκοπή). Ο επίσκοπος ίσως να κατέφυγε στο μέρος αυτό με τις Αραβικές επιδρομές (648 – 965). Η ονομασία ‘Επισκοπία’ υποκαταστάθηκε αργότερα με την ονομασία ‘Lapais’ και μετά από παραφθορά της λέξης αυτής κατά το 16ο αι., το αβαείο πήρε τη σημερινή του ονομασία.
Με την Οθωμανική κατάκτηση του 1570, οι Οθωμανοί κατέλαβαν το αββαείο και την περιουσία του αλλά επέτρεψαν στους ορθόδοξους πιστούς να τελούν τις λειτουργίες τους στην εκκλησία του αβαείου.
Εκτός από κάποιες μικρές αλλαγές που έγιναν στο χώρο της εκκλησίας για να μπορέσει ο ναός να λειτουργεί ως ορθόδοξος (π.χ. σύγχρονο εικονοστάσι), η εκκλησία του αββαείου διατηρείται στην αρχική της μορφή. Το ιερό είναι τετραγωνισμένο και υπάρχουν δύο κλίτη. Εντύπωση προκαλούν οι αψίδες στο εσωτερικό του ναού οι οποίες καταλήγουν στις κίονες που στηρίζουν τις στέγες των κλιτών. Τα κιονόκρανα των κολόνων χρονολογούνται στο 13ο αι. και ακολουθούν Φράγκικη τεχνοτροπία. Η ψηλότερη σειρά των παραθύρων βρίσκεται ακριβώς πάνω από τις κεντρικές αψίδες αφού τα κλίτη στεγάζονται με επίπεδες οροφές οι οποίες δίνουν στο εσωτερικό του κτιρίου μια συμπιεσμένη όψη η οποία δεν είναι συνηθισμένη στα Γοτθικά κτίρια της Ευρώπης. Στο νότιο τοίχο του ιερού διακρίνονται τα ίχνη τετράγωνου γραπτού μεταλλίου που απεικονίζει την προτομή του Αγίου Ιακώβου και χρονολογείται στο 14ο αι.
Το περιστύλιο του αβαείου είναι κτίσμα του 14ου αι., νεότερο δηλαδή από την εκκλησία. Σήμερα το περιστύλιο διατηρείται ολόκληρο εκτός από την δυτική του πλευρά. Το κτίριο κοσμείται με σκαλισμένα φυτικά μοτίβα, ανθρώπινες μορφές και μορφές ζώων. Στην βορειδυτική γωνία υπάρχει μαρμάρινη λεκάνη στην οποία βρίσκεται ενσωματωμένη μια σκαλισμένη μαρμάρινη σαρκοφάγος του 2ου αι. μ. Χ.
Πίσω από τη μαρμάρινη λεκάνη ανοίγεται η είσοδος που οδηγεί στην τραπεζαρία. Το υπέρθυρο της εισόδου φέρει χαραγμένα οικόσημα. Η τραπεζαρία είναι ένα εντυπωσιακό κτίριο με καμάρες και αποτελείται από έξι διαμερίσματα (bays). Στους τοίχους της τραπεζαρίας διατηρούνται ακόμη τα ίχνη των θρανίων. Στον ανατολικό τοίχο υπήρχε κάθισμα σε ψηλότερο επίπεδο από τα υπόλοιπα, και πιθανόν σε αυτό να καθόταν ο Ηγούμενος του αβαείου. Στα δυτικά βρίσκεται η κουζίνα και στο βόρειο τοίχο μια μικρή κλίμακα οδηγεί σε έναν μικρό άμβωνα από τον οποίο διαβάζονταν κατά τη διάρκεια των γευμάτων αποσπάσματα από τις Γραφές.
Στα ανατολικά του περιστυλίου βρίσκεται η κρύπτη των κοιτώνων όπου πιθανόν η κοινότητα του αβαείου να εργαζόταν. Στο χώρο αυτό σχεδόν κάθε πέτρα φέρει χαραγμένο το όνομα του χτίστη που την έκοψε. Ενωμένο με την νότια όψη της κρύπτης βρίσκεται το κτίριο όπου κάθε πρωί διαβάζονταν οι εκκλησιαστικοί κανόνες. Η κεντρική μαρμάρινη κολόνα και το κιονόκρανο τα οποία στήριζαν την αψίδα του κτιρίου πιθανόν να μεταφέρθηκαν από κάποια Πρωτοχριστιανική εκκλησία. Στα νότια του περιστυλίου υπάρχει κλίμακα που οδηγεί στους κοιτώνες οι οποίοι διατηρούνται αποσπασματικά και κτιστήκαν από τον Ενρίκο Δ’. Στο δεύτερο αυτό όροφο οι κοιτώνες κατελάμβαναν όλο το μήκος του δωματίου των κανόνων και της κρύπτης. Σήμερα διατηρείται μόνο ο δυτικός τους τοίχος.
Στα δυτικά του περιστυλίου, ανασκαφικές έρευνες απεκάλυψαν τα κατάλοιπα μακρόστενου κτίσματος που λειτουργούσε ως κελάρι (cellarium). Το κτίσμα αυτό ήταν διώροφο και εκεί λάμβαναν χώρα οι δραστηριότητες οικιακής οικονομίας. Στα δυτικά του κελαριού απλωνόταν η αυλή της κουζίνας ενώ πιο βόρεια βρισκόταν τα κτίρια της κουζίνας. Μεταξύ της κουζίνας και της τραπεζαρίας διακρίνονται τα κατάλοιπα σειράς αποχωρητηρίων. Μεταξύ της κουζίνας και της τραπεζαρίας και στο βόρειο άκρο του κελαριού μια λίθινη κλίμακα οδηγεί σε υπόγεια κρύπτη. Η κρύπτη βρίσκεται κάτω από την τραπεζαρία και πρόκειται για αψιδωτό κτίσμα, χωρισμένο σε δύο ευρύχωρα δωμάτια στα οποία φυλασσόταν το ελαιόλαδο και τα άλλα αγροτικά προϊόντα που παρήγαγε το αβαείο.
Πηγή http://www.mcw.gov.cy/mcw/DA/DA.nsf/All/5AC2265B29A1BAC2C22572730039CCB9?OpenDocument
Photos 3/4/2016 by George Konstantinou
No comments:
Post a Comment