Family Bovidae - Endemic subspecies to Cyprus
See also
Κυπριακό αγρινό, το καμάρι της Κύπρου (Web TV) - Του Γιώργου Κωνσταντίνου - Εφημερίδα πολίτης 13/3/2018
The mouflon (Ovis gmelini) is a wild sheep native to Cyprus, the Caspian region from eastern Turkey, Armenia, Azerbaijan, and Iran. It is thought to be the ancestor of all modern domestic sheep breeds
Ovis gmelini was the scientific name proposed by Edward Blyth in 1841 for wild sheep in the Middle East. In the 19th and 20th centuries, several wild sheep were described that are considered mouflon subspecies today:
Ovis ophion by Blyth in 1841 for wild sheep in Cyprus;
Ovis laristanica by Nikolai Nasonov in 1909 for wild sheep in Lar in southern Iran;
Ovis orientalis isphahanica by Nasonov in 1910 for wild sheep in the Zagros Mountains. From Wikipedia, the free encyclopedia
The mouflon is the biggest animal of the Cyprus Fauna.The Cyprus mouflon is a kind of wild sheep and is found only in Cyprus. The mouflon It can be found in small herds in the Paphos forest
Γενικές Πληροφορίες
Το κυπριακό αγρινό, λόγω της μοναδικότητάς του, της σπανιότητας και της χάρης του, θεωρείται σύμβολο για τη Κύπρο. Στην Κυπριακή νομοθεσία ορίζεται ως αυστηρά προστατευόμενο υποείδος και κατατάσσεται στο παράρτημα IV της Οδηγίας Περί Προστασίας των Βιοτόπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (92/43 – Habitats Directive) ως είδος που χρήζει αυστηρής προστασίας. Το Ταμείο Θήρας του Υπουργείου Εσωτερικών είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση του είδους αυτού. Το Ταμείο Θήρας δραστηριοποιείται στη εντατική διαχείριση του αγρινού για περισσότερα από 15 χρόνια. Το ενδημικό αγρινό της Κύπρου Ovis orientalis ophion ζει στο νησί για περισσότερα από 8,000 χρόνια. Πιστεύεται πως πρόκειται για άγριο απόγονο προβάτου ασιατικής προέλευσης που έφεραν στο νησί προϊστορικοί άνθρωποι. Το αγρινό απαντά σήμερα σε μια ορεινή, δασώδη περιοχή περισσότερων από 700 χλμ² (με πυρήνα το Κρατικό Δάσος της Πάφου) στο βορειοδυτικό μέρος του νησιού. Είναι μικρότερο από άλλα άγρια πρόβατα (βάρος αρσενικού = 35-45 κιλά, βάρος θηλυκού = 25-35 κιλά) και τα αρσενικά έχουν δρεπανοειδή κέρατα, ενώ τα θηλυκά δεν έχουν κέρατα. Μετά την εξάλειψη του ελαφιού (Dama dama mesopotamica) το 19ο αιώνα, το αγρινό απέμεινε το μεγαλύτερο χερσαίο θηλαστικό στο νησί. Είναι ένα υποείδος μοναδικό στον κόσμο, παρόλο που άλλα είδη αγριοπροβάτων απαντούν σε πολλά μέρη της Ευρώπης της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Το 1996 το Υπουργικό Συμβούλιο επικύρωσε το σχέδιο διαχείρισης του αγρινού, το οποίο εκπόνησαν Κύπριοι και Καναδοί επιστήμονες. Από τότε η υπηρεσία του Ταμείου Θήρας διαθέτει μια ομάδα που δουλεύει αποκλειστικά για τη διαχείριση του είδους. Τα καθήκοντα της περιλαμβάνουν παρακολούθηση του πληθυσμού με ετήσιες καταμετρήσεις του, έλεγχο των γεννήσεων με επιτόπιες έρευνες σε γκρεμούς που γεννούν τα αγρινά, έρευνες με τη χρήση ραδιοπομπών (μελέτη περιοχή χωροκράτιας, συνήθειες, εποχιακές κινήσεις, θνησιμότητα), βελτίωση του βιότοπου του είδους, με σπορές σιτηρών / ψυχανθών, τοποθέτηση τεχνητών ποτίστρων σε περιοχές με λίγα επιφανειακά νερά, καθαρισμό των φυσικών πηγών, αστυνόμευση του δάσους για την πάταξη και πρόληψη της λαθροθηρίας, και επισκέψεις σε γεωργικές περιοχές παρακείμενες στο δάσος, οι οποίες υφίστανται ζημιές από το αγρινό, όπου παρέχονται συμβουλές για πρόληψη των ζημιών. Τέλος, η κατάσταση της υγείας των αγρινών ελέγχεται συνεχώς σε στενή συνεργασία με το Τμήμα Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, όπου όλα τα νεκρά και άρρωστα ζώα μεταφέρονται για νεκροψία ή για θεραπεία. Από όλα δε τα ζώα που συλλαμβάνονται με παγίδες από το ΤΘ για σκοπούς έρευνας, λαμβάνονται δείγματα πριν αυτά απελευθερωθούν για παρακολούθηση της κατάστασης τους. Παρόλο που η ενεργή διαχείριση και προστασία είχαν σαν αποτέλεσμα την αύξηση του πληθυσμού των αγρινών από μερικές δεκάδες τη δεκαετία του 1930 σε περισσότερα από 3000 αυτές τις μέρες, το αγρινό εξακολουθεί να θεωρείται σπάνιο, επειδή υπάρχει μόνο στην Κύπρο. Υπάρχει έλλειψη πληροφόρησης όσον αφορά πτυχές της βιολογίας και της οικολογίας του, πληροφόρηση που απαιτείται για μια ολοκληρωμένη επιτυχή διαχείριση. Το γεγονός ότι σε αρκετές περιοχές τα αγρινά συνβόσκουν με αιγοπρόβατα, δημιουργεί συνθήκες πιθανού ανταγωνισμού για βοσκή, ειδικά σε περιόδους διαθέσιμης τροφής χαμηλής ποιότητας. Ένα ακόμα σοβαρότερο πρόβλημα είναι η πιθανότητα μετάδοσης ασθενειών. Μια τέτοια ασθένεια που συνήθως μεταδίδεται από συνύπαρξη προσβεβλημένων οικόσιτων μηρυκαστικών (στη περίπτωση αυτή αιγοπροβάτων) με άγρια, η ασθένεια Infectious Keratoconjunctivitis (IKC), πρόσβαλε τα αγρινά το 2001. Η ασθένεια αυτή που επηρεάζει τα μάτια που οφείλεται στο μυκόπλασμα Mycoplasma conjunctivae, καταγράφηκε για πρώτη φορά στο κυπριακό αγρινό το 2001. Η IKC επηρεάζει τα μάτια και μπορεί να οδηγήσει στην τύφλωση ή και στο θάνατο. Κατά τους 17 μήνες του διάρκειας της επιδημίας αυτής (Σεπτέμβριος 2001 – Φεβρουάριος 2003), περισυνελέγησαν 38 άρρωστα ζώα. Ο συνολικός αριθμός των επηρεασθέντων ζώων αντιπροσώπευε το 34% (38/113) όσων ζώων βρέθηκαν (νεκρά, τραυματισμένα, παγιδευμένα λόγω φυσικών παραγόντων) αυτή την τρίχρονη περίοδο. Τα πλείστα από τα ασθενή ζώα που ανάρρωσαν είχαν εντοπιστεί σε περιοχές που βρίσκονται κοντά στη νεκρή ζώνη (74%). Η κορύφωση της περιόδου του ξεσπάσματος της επιδημίας ήταν η περίοδος από το Νοέμβριο του 2002 μέχρι το Φεβρουάριο του 2003, κατά την οποία περισυνελέγη το 81% των ζώων. Οι χρονιαίες καταμετρήσεις του ΤΘ έδειξαν μέγιστη ελάττωση κατά 20% στους αριθμούς του πληθυσμού το 2003, μετά το τέλος της επιδημίας. Η αναπαραγωγική δραστηριότητα μειώθηκε μετά το ξέσπασμα της ασθένειας το 2001 και από το 2002 υπήρξε μια μείωση στην αναπαραγωγική επιτυχία. Η μείωση αυτή, κατά 35% το 2003, άρχισε να αντιστρέφεται το 2004. Αυτή η πτωτική τάση μπορεί να αποδοθεί στην ψηλή θνησιμότητα των νεογνών ή στο μειωμένο ποσοστό αναπαραγωγής. Η ανάκαμψη του πληθυσμού που έχει ήδη αρχίσει, πιθανώς επιτευχθεί γρηγορότερα από την περίοδο 5-6 χρόνων που δίνεται για άλλα αγριοπρόβατα της Οικογένειας των Caprinae σε άλλες μελέτες. Ο αυξανόμενος αριθμός αδέσποτων σκύλων που έρχονται από τη νεκρή ζώνη και εισέρχονται στο δάσος κυρίως από τις κοιλάδες του Ξερού ποταμού (Καφίζηδες), του Ποταμού του Κάμπου και του Λιμνίτη λυμαίνονται το αγρινό· οι αγέλες αυτών των αδέσποτων σκύλων αποτελούν σοβαρή αιτία θνησιμότητας για το είδος ενώ έχει διαγνωστεί και εχινόκοκκος σε αγρινά στη περιοχή που γειτνιάζει με τη Νεκρά Ζώνη. Πηγη-Ταμείο Θήραςhttp://www.moi.gov.cy/moi/wildlife/wildlife_new.nsf/web06_gr/web06_gr?OpenDocument |
Το αγρινό (γνωστό και ως μουφλόν) είναι είδος άγριου προβάτου και ανήκει στην οικογένεια Caprinae. Θεωρείται ο ένας από τους δύο προγόνους όλων των σημερινών εξημερωμένων προβάτων. Τα χρώματά του είναι συνήθως καφέ και κόκκινο. Τα αρσενικά έχουν πάντοτε κέρατα, ενώ τα θηλυκά μπορεί να έχουν ή να μην έχουν. Τα κέρατά τους κάνουν μια σχεδόν πλήρη περιστροφή και έχουν μήκος περίπου 85 εκατοστά.
Η προέλευση του αγρινού είναι η Νοτιοδυτική Ασία, όπου υπάρχει το ασιατικό αγρινό (Πρόβατον ο ανατολικός - Ovis orientalis). Εισήχθηκαν στα νησιά της Κορσικής, της Σαρδηνίας, της Ρόδου και της Κύπρου κατά τη νεολιθική εποχή, πιθανόν ως εξημερωμένα ζώα, όπου εγκλιματίστηκαν τις τελευταίες μερικές χιλιάδες χρόνια στην ορεινή ενδοχώρα των νησιών αυτών. Από αυτά προέκυψε το είδος ευρωπαϊκό αγρινό (Π. ο μούσμων - O. musimon ή Π. ο άμμων - O. ammon). Στην Κύπρο το αγρινό έγινε ενδυμικό είδος (δηλαδή συναντάται μόνο στην Κύπρο) το Κυπριακό Αγρινό (Πρόβατον ο ανατολικός ο οφίων - Ovis orientalis ophion) . Ο αριθμός του Κυπριακού αγρινού απαριθμείται στις 3000 . Εισήχθηκαν με επιτυχία σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης, όπως τη Γερμανία, την Αυστρία, την Τσεχία, τηΣλοβακία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ακόμη και σε βόρειες χώρες όπως τη Φινλανδία.
Δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους ειδικούς για την επιστημονική ταξινόμηση του αγρινoύ, ωστόσο το ευρωπαϊκό αγρινό μπορεί να θεωρηθεί ως Πρόβατον ο μούσμων (Ovis musimon) ή Πρόβατον ο άμμων ο μούσμων (Ovis ammon musimon).Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Videos Cyprus - Kafizides 24/3/2015 by George Konstantinou
VIDEOS
Perfect
ReplyDelete