Translate

Monday, 14 May 2018

Κυπριακό αγρινό, το καμάρι της Κύπρου (Web TV) - Του Γιώργου Κωνσταντίνου - Εφημερίδα πολίτης 13/3/2018

See also
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 13/3/2018

Κείμενο, φωτογραφίες και βίντεο του Γιώργου Κωνσταντίνου

Στην Κύπρο υπάρχουν 30 είδη θηλαστικών, ένα από αυτά είναι το κυπριακό αγρινό που είναι και το μεγαλύτερο από τα χερσαία θηλαστικά του τόπου μας. Το κυπριακό αγρινό με το επιστημονικό όνομα Ovis gmelini ophion (Cyprian Wild Sheep, Cyprus Mouflon) είναι δε και ενδημικό είδος της Κύπρου, δηλαδή το συναντάμε στην Κύπρο και πουθενά αλλού στον κόσμο και αυτό συμβαίνει με τη γεωγραφική απομόνωση του είδους, και με την πάροδο χιλιάδων ετών έχουμε ως αποτέλεσμα τη μορφολογική διαφοροποίησή του και την εξέλιξή του σε διαφορετικά είδη και υποείδη, όπως πολλά είδη του τόπου μας. 


Θηλυκό αγρινό με το μωρό του.

Οικογένεια Αιγώδη

Το αγρινό είναι είδος αγριοπρόβατου και ανήκει στην οικογένεια Αιγώδη. Θεωρείται το ένα από τους δύο προγόνους όλων των σημερινών εξημερωμένων προβάτων και έχει καταγωγή τη Νοτιοδυτική Ασία, όπου υπάρχει το ασιατικό αγρινό. Το συναντάμε στην οροσειρά του Τροόδους κυρίως στα δάση Πάφου και Τροόδους. Ο πληθυσμός του εκτιμάται πως είναι περισσότερα από τρεις χιλιάδες ζώα και θεωρείται ένας ικανοποιητικός αριθμός και με την κατάλληλη προστασία θα καταφέρουν να εποικίσουν ολόκληρη την οροσειρά του Τροόδους. Τα μεγαλόπρεπα αρσενικά αγρινά φέρουν μεγάλα κέρατα και έχουν βάρος 35-45 περίπου κιλά, ενώ τα θηλυκά φτάνουν τα 25-35 κιλά και δεν φέρουν καθόλου κέρατα. Ζευγαρώνουν το φθινόπωρο και η κυοφορία διαρκεί πέντε μήνες γεννώντας ένα μικρό και πολύ σπάνια δύο. Τα μικρά μετά τη γέννησή τους είναι ικανά να τρέχουν μαζί με τη μητέρα τους. Τρέφονται με τρυφερούς βλαστούς από θάμνους και δέντρα, χόρτα και καρπούς από οπουδήποτε  μπορούν να φτάσουν. Η αύξηση των αγρινών τα τελευταία χρόνια είχε ως αποτέλεσμα τα ζώα να εξέρχονται από τα όρια του δάσους προς αναζήτηση τροφής, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στις γεωργικές καλλιέργειες, όπως αμπέλια, εποχιακές καλλιέργειες και οπωρώνες. Κάτι που πρέπει οι κυβερνητικοί αρμόδιοι φορείς να λύσουν, ίσως με επιχορηγημένες περιφράξεις των καλλιεργειών που επηρεάζονται και βελτίωση της διατροφής του αγρινού με σπορές εντός του δάσους.

Οκτώ χιλιάδες χρόνια

Το αγρινό έχει μια προϊστορία περίπου οκτώ χιλιάδες χρόνια, καθώς τα έφεραν στο νησί οι νεολιθικοί άνθρωποι. Όπως είναι γνωστό οι πρώτοι άνθρωποι έφτασαν στο νησί πριν από περίπου 12 χιλιάδες χρόνια. Με την πάροδο των αιώνων οι νεολιθικοί άνθρωποι πλήθαιναν στο νησί και η φύση δεν μπορούσε πλέον να τους εξασφαλίζει τροφή, οπόταν άρχισαν τις πρώτες καλλιέργειες εξημερωμένων φυτών, έφεραν επίσης από τις γειτονικές χώρες με σχεδίες διάφορα είδη ζώων για εκτροφή. Τα ζώα αυτά είναι ένα είδος άγριας αγελάδας, αίγαγρος, πρόβατο, χοίρος, αλεπού, αγρινό και το ελάφι Dama mesopotamica. Το αγρινό κατά τους νεολιθικούς χρόνους εισάχθηκε σε πολλά νησιά και χώρες της Ευρώπης, όπου εγκλιματίστηκε εκεί με μεγάλη επιτυχία και αποτέλεσε μια πολύ σημαντική πηγή τροφής για τους νεολιθικούς ανθρώπους. Όταν έφεραν το αγρινό οι νεολιθικοί άνθρωποι σύμφωνα με έρευνες ήταν πιο μεγάλο από σήμερα, καθώς έχει επιδράσει πάνω του ο γνωστός νησιώτικος νανισμός.

Νεαρά αρσενικά αγρινά.

Θηλυκό αγρινό με το μωρό του.

Ενήλικο αρσενικό αγρινό

Kαι η αλεπού

Μερικά από αυτά τα ζώα είχαν ξεφύγει από τον άνθρωπο και επανήλθαν στην άγρια τους κατάσταση. Τα ζώα αυτά είναι το αγρινό και η αλεπού τα όποια υπάρχουν και σήμερα. Επίσης ένα από αυτά είναι και το κόκκινο ελάφι (Dama mesopotamica) το όποιο υπήρχε στο νησί και εξαφανίστηκε πριν 500 χρόνια λόγω ανελέητου κυνηγιού. Ένα παράδειγμα που μας δείχνει ότι η κακή διαχείριση και το αλόγιστο κυνήγι έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή και την εξαφάνιση πολλών ειδών για πάντα. Ανελέητο κυνήγι δέχτηκε και το αγρινό και σύμφωνα με τα αρχεία του Τμήματος Δασών το 1937 να φτάσει στα όρια του αφανισμού με μόνο 15 ζώα πληθυσμό. Μετά από αρκετή προσπάθεια και πιέσεις του Τμήματος Δασών για την αρτιότερη προστασία του αγρινού, τροποποιήθηκε το 1938 ο «περί Θήρας Νόμος» και το 1939 ολόκληρο το δάσος Πάφου (600 Κm2) κηρύχτηκε σε μόνιμα απαγορευμένη περιοχή κυνηγίου. Ταυτόχρονα, απομακρύνθηκαν οι βοσκοί και τα κοπάδια από το δάσος Πάφου κάτι που συνέβαλε ακόμη περισσότερο στην προστασία του είδους, καθώς τα αγρινά δεν συναναστρέφονται με αιγοπρόβατα με κίνδυνο εξάπλωσης κάποιας επιδημίας, με καταστροφικές συνέπειες για τον πληθυσμό των αγρινών. Η συναναστροφή αυτή όμως γίνεται σήμερα σε μερικές περιοχές του δάσους Πάφου και σε νεκρές ζώνες όπου συναντάμε εκεί έναν μεγάλο πληθυσμό αγρινών που μπαινοβγαίνει ανεξέλεγκτα. Σύμφωνα με το Ταμείο θήρας μια τέτοια ασθένεια που συνήθως μεταδίδεται από συνύπαρξη προσβεβλημένων οικόσιτων μηρυκαστικών, (στην περίπτωση αυτή αιγοπροβάτων) με άγρια, η ασθένεια Infectious Keratoconjunctivitis (IKC), πρόσβαλε τα αγρινά το 2001. Η ασθένεια αυτή η οποία επηρεάζει τα μάτια και οφείλεται στο μυκόπλασμα Mycoplasma conjunctivae, καταγράφηκε για πρώτη φορά στο κυπριακό αγρινό το 2001. Η IKC επηρεάζει τα μάτια και μπορεί να οδηγήσει στην τύφλωση ή και τον θάνατο.

Μεγάλος εχθρός επίσης για τα αγρινά είναι οι λαθροκυνηγοί, καθώς παρουσιάζονται συνεχώς σοβαρά κρούσματα λαθροθηρίας.

Θηλυκά αγρινά

Ενήλικο αρσενικό αγρινό.

Σύμβολο για την Κύπρο
Το κυπριακό αγρινό είναι το καμάρι του τόπου μας και λόγω της μοναδικότητάς του θεωρείται σύμβολο για την Κύπρο από αρχαιοτάτων χρόνων, καθώς έχουν βρεθεί αγγεία με παραστάσεις αγρινών. Ακόμα το αγρινό μπορούμε να το δούμε σε τωρινά νομίσματα και υπήρξε στην οπίσθια όψη του χαρτονομίσματος των δέκα λιρών Κύπρου, καθώς ήταν και το σύμβολο των κυπριακών αερογραμμών. Στην κυπριακή νομοθεσία ορίζεται ως αυστηρά προστατευόμενο υποείδος και κατατάσσεται στο παράρτημα IV της Οδηγίας Περί Προστασίας των Βιοτόπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (92/43 - Habitats Directive) ως είδος που χρήζει αυστηρής προστασίας. Το Ταμείο Θήρας του Υπουργείου Εσωτερικών είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση του είδους αυτού.

Κάποιος ο οποίος θέλει να δει τα αγρινά μπορεί να τα δει στον περιφραγμένο χώρο του Δασικού Σταθμού του Σταυρού της Ψώκας.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου γεννήθηκε το 1960 στη Λευκωσία και είναι φυσιοδίφης ερευνητής της κυπριακής βιοποικιλότητας. Φωτογράφος και κινηματογραφιστής αγρίας ζωής και πρόεδρος του συνδέσμου προστασίας φυσικής κληρονομίας και βιοποικιλότητας της Κύπρου. Με ακούραστη δράση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσον αφορά το περιβάλλον και την βιοποικιλότητα του τόπου μας.


No comments:

Post a Comment