Translate

Friday 8 April 2016

Τα χωριά Πέρα Χωριό και Νήσου - Pera xorion and Nisou Villages - Cyprus

See also


Εκκλησία Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Περα Χωρίου-Νήσου



Εκκλησία Αγίων Αποστόλων (Πέτρου και Παύλου) στα χωριά Πέρα Χωριό και Νήσου



Εκκλησία Αγίου Λαζάρου και Αγίας Ζώνης στο Πέρα Χωριό


Η εκκλησία της Αγία Μαρίνας στα χωριά Πέρα Χωριό και Νήσου



Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Πέρα Χωριό και Νήσου



Η Κατακόμβη και η Εκκλησία του Αγίου Ευτυχίου στο χωριό Πέρα χωρίον Νήσου







Το Πέρα Χωριό-Νήσου είναι χωριό της επαρχίας Λευκωσίας στην Κύπρο. Βρίσκεται στο νότιο μέρος της επαρχίας. Συνορεύει με το Δάλι, Κοτσιάτη, Αλάμπρα, Λατσιά, Τσέρι και Αγία Βαρβάρα. Αποτελείται από δύο κοινότητες, τη Νήσου και το Πέρα Χωριό, τα οποία έχουν ξεχωριστή αυτοδιοίκηση αλλά κοινό Κοινοτικό Συμβούλιο, το Κοινοτικό Συμβούλιο Πέρα Χωριού-Νήσου.

Πρόεδρος του Συμβουλιου Βελτιώσεως Πέρα Χωριού-Νήσου είναι ο εκάστοτε Κοινοτάρχης Πέρα Χωριού και Αντιπρόεδρος είναι ο εκάστοτε Κοινοτάρχης Νήσου.

Ο συνολικός πληθυσμός του χωριού ανέρχεται γύρω στους 4.000 κατοίκους, περίπου 1.600 για τη Νήσου και 2.400 για το Πέρα Χωριό. Καταλαμβάνει έκταση περίπου 13.558 σκαλών, 7.102 σκάλες στην περιοχή της Νήσου και 6.456 σκάλες στο Πέρα Χωριό. Το υψόμετρο στην περιοχή είναι μεταξύ 230 (στην κοίτη του ποταμού Γιαλιά) και 290 μέτρων (στο ύψωμα Ιερακαρκά) και η μέση ετήσια βροχώπτωση είναι κάπου 360 mm.

Γεωλογικά η περιοχή είναι παρόμοια με τον γεωλογικό σχηματισμο της Λευκωσίας (γενικώς ιζηματογενή πετρώματα). Δηλαδή στην επιφάνεια απαντώνται κυρίως ερυθρογαίες και ασβεστούχα χώματα, ενώ σε μεγαλύτερο βάθος βρίσκονται ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, κροκάλες (κλαστικά πετρώματα), ψαμμιτικές μάργες (χημικά πετρώματα) και εναλλασσόμενες στρώσεις αλλουβιακών αποθέσεων και κιμωλίας.
Πηγή https://el.wikipedia.org/wiki

Νήσου

Η Νήσου είναι χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, και απέχει από την πρωτεύουσα, προς τα νότια, γύρω στα 15 χιλιόμετρα. Είναι κτισμένη στη βόρεια όχθη του ποταμού Γιαλιά..  Ο παλιός δρόμος Λευκωσίας – Λεμεσού διασχίζει το χωριό, ενώ ο νέος δρόμος, διπλής κατεύθυνσης, διέρχεται από τα βορειοδυτικά του χωριού.  Η Νήσου βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της Κύπρου, σε πολύ πλεονεκτική θέση όσον αφορά και τη σύγχρονη συγκοινωνία, αφού μέσα σε 10 λεπτά μπορεί κάποιος να φτάσει στη Λευκωσία, μέσα σε 20 λεπτά στη Λάρνακα και 35 λεπτά στη Λεμεσό.

Στα παλιά χρόνια, το χωριό Νήσου έμοιαζε με μικρό νησί, αφού βρεχόταν γύρω γύρω από τον ποταμό Γιαλιά.  Ο ποταμός καθώς ερχόταν ορμητικός από τα βουνά του Μαχαιρά χωριζόταν στην περιοχή της Νήσου σε δύο σκέλη τα οποία έσμιγαν πάλι προς τα Ανατολικά ( στην περιοχή του Δαλιού ). Έτσι το χωριό πήρε το όνομα Νήσος ή Νήσου.

Από γεωλογική άποψη, η έκταση της Νήσου μοιάζει με εκείνη του γεωλογικού σχηματισμού της Λευκωσίας, δηλαδή αποτελείται από ασβεστολιθικούς ψαμμίτες, κροκάλες, ψαμμιτικές μάργες, σύναγμα, εναλλασσόμενες στρώσεις κιμωλιών και αλλουβιακές αποθέσεις.  Πάνω στα στρώματα αυτά δημιουργήθηκαν αργότερα ερυθρογαίες, ξερορεντζίνες, ασβεστούχα και προσχωγενή εδάφη.  Η έκταση της φτάνει τις 7.102 σκάλες. Το υψόμετρο στην περιοχή κυμαίνεται μεταξύ 230 και 290 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Η Νήσου δέχεται μια ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 360 χιλιοστόμετρα.

Σύμφωνα με ανασκαφικές μαρτυρίες, η περιοχή του βασιλείου του Ιδαλίου με την ευρύτερη γύρω περιοχή, ήταν τουλάχιστον κατοικημένη από το 17ον αιώνα π.Χ. Κατά την παράδοση που διασώζει ο Στέφανος Βυζάντιος ( Επιτομή Εθνικών ) το βασίλειο του Χαλκάνορα ιδρύθηκε κατά την διάρκεια του αποικισμού της Κύπρου από τους Αχαιούς (14ος αιώνας π.Χ.). Δεν υπάρχουν όμως μαρτυρίες που να αποδεικνύουν κατά πόσο η Νήσου ως αρχαίος οικισμός προϋπήρχε του βασιλείου του Χαλκάνορα ή κτίστηκε παράλληλα με αυτό.

Η πρώτη μαρτυρία για το χωριό της Νήσου  ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες,  οπόταν ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός  στη “ Χρονολογική Ιστορία ” του αναφέρει ότι κοντά στη Νήσου υπήρχε αρχαίος τάφος με μαρμάρινη σαρκοφάγο,  που θεωρείται ως ο τάφος του τοπικού Αγίου , του Επαφρά ή Επαφρόδιτου, που ήταν ένας από τους 70 αποστόλους του Ιησού. Το γεγονός ότι, σε χαμηλό λόφο στα βορειοανατολικά της Νήσου, βρίσκεται υπόγεια εκκλησία ( κατακόμβη ) αφιερωμένη στον Άγιο Ευτύχιο ( Επαφρά;),  που αρχικά πιστεύεται ότι ήταν αρχαίος τάφος, μαρτυρά την ύπαρξη οικισμού στην περιοχή της Νήσου κατά τους προχριστιανικούς χρόνους.

Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου στην Κύπρο (395 – 1191 μ. Χ.) δεν έχουμε καμιά ειδική αναφορά σχετικά με τους κατοίκους του χωριού, παρόλο που θεωρείται βέβαιη η συνέχιση της ζωής από τα παλιά χρόνια. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο (1191 – 1489 μ.Χ.), υπάρχουν μαρτυρίες που αναφέρουν ότι η Νήσου ήταν βασιλικό φέουδο.

Το 13ον αιώνα μ.Χ. και συγκεκριμένα στα 1221 μ.Χ., ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Ευστόργιος είχε ιδρύσει στη Νήσου καθολική εκκλησία, ύστερα από παράκληση του William Vicomte και της συζύγου του.  Φαίνεται ότι το χωριό ανήκε στον ευγενή αυτόν.

Στις αρχές του 14ου αιώνα αναφέρεται ότι στη Νήσου έγιναν διαπραγματεύσεις μεταξύ των απεσταλμένων του αντιβασιλιά Αμωρύ (1306 – 1310 μ.Χ.) και εκπροσώπων των Ναϊτών ιπποτών σχετικά με την παράδοση των Ναϊτών,  ύστερα από απαίτηση του Πάπα.

Ένας μεσαιωνικός ταξιδιώτης, ο Seigneur d’ Anglure (τέλη του 14ου αιώνα) γράφει σε κείμενό του ότι, καθ’ οδόν προς το Σταυροβούνι από την πρωτεύουσα Λευκωσία, φιλοξενήθηκε στο χωριό Νήσου, σε κάποιο κατάλυμα που ανήκε στον βασιλιά της Κύπρου.  Ο ταξιδιώτης αυτός αναφέρει το χωριό με τη φράγκικη ονομασία Νissa. Σε παλιούς χάρτες βρίσκεται σημειωμένη ως Νiso  και Nison (Ντε Μας Λατρί). Σημαντική είναι η μαρτυρία του Κύπριου χρονογράφου Γεώργιου Βουστρώνιου,  που αναφέρει ότι το χωριό παραχωρήθηκε το 1460 μ.Χ. στο βισκούντη της Λευκωσίας, Νικόλαο Μοράμπιτ, από το βασιλιά Ιάκωβο Β′ το Νόθο.  Ο Μοράμπιτ πήρε μάλιστα και τις γύρω περιοχές ως δώρο.

“ .. Και εχάρισεν του Μοραπίτου την Νήσουν με τα προάστιά της .. ”

Από τη μαρτυρία αυτή μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Νήσου κατείχε εξέχουσα θέση στην περιοχή,  λόγω του εύφορου εδάφους και των άφθονων νερών της, τόσο του ποταμού Γιαλιά όσον και των φυσικών πηγών, που οι ντόπιοι τα αποκαλούν “ τρεξιμιά”.  Ως τέτοια αναφέρουμε το “ πορτολάωμα ή τρεξιμιό του Φράγκου ”, που μέχρι την τουρκική εισβολή έρρεε άφθονο.  Αυτό κατερχόμενο από τα δυτικά του χωριού, διέσχιζε μέσω τεχνητού αυλακιού το τσιφλίκι και κατευθυνόταν προς τα ανατολικά.

Εκτός όμως από τη Νήσου, ο βασιλιάς παραχώρησε στο βισκούντη και τα προάστιά  της. Εδώ, με την έννοια προάστια ίσως να εννοούνται τα γύρω χωριά, δηλαδή το Δάλι, η Ποταμιά, η Αλάμπρα και η Αγία Βαρβάρα (πρώην Άγιος Γεώργιος).

Όλα μαζί αυτά τα χωριά, ίσως  αποτελούσαν ένα μεγάλο φέουδο – τσιφλίκι.  Η έδρα του φεουδάρχη – τσιφλικά  θα ήταν στη Νήσου.  Το πιο πιθανόν θα αποκαλείτο Νήσου ολόκληρη η περιοχή (μεγαλοφέουδο) που διοικούσε ο βισκούντης,  δηλαδή το χωριό Νήσου, μαζί με τα προάστια.  Αναμφίβολα το τσιφλίκι πρέπει να διαδραμάτισε σοβαρό οικονομικοπολιτικό ρόλο στα πράγματα του χωριού. Γύρω απ’ αυτό, τουλάχιστον από το μεσαίωνα και ύστερα, πλέκεται η ιστορία της Νήσου,  και όπως θα δούμε και παρακάτω, και του γειτονικού χωριού, του Πέρα Χωριού.

Οι ντόπιοι οριοθετούν το τσιφλίκι του Φράγκου ως εξής:

“ Το τσουβλίτζιν του Βράγκου άρκεφκεν απού την πύλη

(φαίνεται ότι υπήρχε μεγάλη πύλη – πόρτα, που μπορούσε κάποιος, μάλλον με σχετική άδεια, να μπει στα εδάφη του άρχοντα), τζαμαί που εν το τρεξιμιόν, λλίον πιο κάτω που εν ο Αϊ Ευτύσιης, τζαι ’ πήεννεν μακρά, ως τα δαλίτικα ”.

Μια φυσική μαρτυρία, που ευτυχώς διασώζεται μέχρι σήμερα, είναι το μεγάλο κυπαρίσσι, που οι παλιοί χωριανοί το δείχνουν με ρομαντική νοσταλγία, παρ’ όλες τις κοινωνικοοικονομικές κακουχίες που πέρασαν μερικοί απ ’αυτούς και πολύ περισσότερο οι γενιές τους, ξενοδουλεύοντας “ γέννημαν βούττημαν του ήλιου ” για ένα κομμάτι ψωμί,  λέγοντας: “ Έτο! Τούτον εν το τζυπαρίσσιν του Βράγκου. ”

Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας η Νήσου πιθανόν να περιήλθε στα κρατικά αγροκτήματα και στη συνέχεια κατασχέθηκε από τους Τούρκους (1570 – 1571 μ.Χ.).

Το ότι οι νεοφερμένοι Τούρκοι κάτοικοι της Νήσου ονόμαζαν το χωριό Disdar (που ερμηνεύεται ως φρουρός του κάστρου), δείχνει ότι η λέξη  “Νήσου” αναφερόταν σε όλη την περιοχή ( χωριό Νήσου και προάστια ).

Η Νήσου, πιθανόν,  ένεκα της διοικητικής της σημασίας μετονομάστηκε σε “φρουρό του κάστρου – Disdar”,  με τη στενή έννοια της λέξης ότι δηλαδή ο οικισμός που δημιουργήθηκε έξω από το αρχοντικό αποτελούσε την άμεση στρατιωτική υποστήριξη του φέουδου ( δεν αποκλείεται οι κάτοικοι – εργάτες να προσλαμβάνονταν στις εργασίες του τσιφλικιού με την υποχρέωση να παρείχαν και στρατιωτική βοήθεια ).  Μπορεί όμως και ολόκληρη η περιοχή του μεγαλοτσιφλικιού (Νήσου και προάστια ) να αποτελούσε τη φρουρά του μεγαλοτσιφλικιού, σαν ένα είδος εφεδρικής επιστράτευσης σε ώρα κινδύνου.

Με την κάθοδο των Τούρκων (1570 – 1571 μ.Χ.) το χωριό συμπεριέλαβε στη σύνθεση του και Τούρκους , εκτός δηλαδή από Έλληνες και μερικούς Λατίνους που προϋπήρχαν. Στο τσιφλίκι δούλευαν πολλοί φτωχοί άνθρωποι, τόσο της Νήσου όσο και των γύρω περιοχών.

Εξαιτίας της οικονομικοκοινωνικής δομής του φέουδου, έπρεπε μέσα σ ’αυτό να παράγονται όλα τα αγαθά.  Για το σκοπό αυτό οι εργάτες καλλιεργούσαν τα σιτηρά,  βαμβάκι (σύγχρονες μαρτυρίες αναφέρουν ότι υπήρχαν πολλά “ γουλαππούθκια ” για να επεξεργάζονται το βαμβάκι), σταφύλια και στα νεότερα χρόνια πατάτες.  Ακόμα αναφέρεται ότι μέσα στο τσιφλίκι υπήρχε αλακατόλακκος καθώς επίσης και αλευρόμυλος  που κινείτο με υδροενέργεια. Αξίζει να αναφερθεί ότι το τσιφλίκι του Φράγκου, σύμφωνα με μαρτυρίες των σύγχρονων κατοίκων, τόσο στα μεσαιωνικά όσο και στα νεότερα χρόνια  (Τουρκοκρατία – Αγγλοκρατία) απολάμβανε του δικαιώματος της ασυλίας και δεν αποκλείεται το δικαίωμα αυτό να παραχωρήθηκε ευθύς εξαρχής στο βισκούντη Μοράμπιτ το 15ον αιώνα μ.Χ. και να διατηρήθηκε μέχρι τη διάλυσή του.

Για υποστήριξη της πληροφορίας αυτής παραθέτουμε δυο περιπτώσεις ανθρώπων που υπέπεσαν σε σοβαρό αδίκημα και βρήκαν ασυλία στο τσιφλίκι. Η πρώτη περίπτωση είναι κάποιου με το επίθετο (ψευδώνυμο;)  Ξυνιστέρης , ο οποίος,  όπως λέγεται, αφού περιπλέχτηκε σε καβγά,  σκότωσε κάποιο συνάνθρωπό του και η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή της Κουτσοτταλλούς, που για άγνωστους προς εμάς λόγους έτυχε της ασυλίας του τσιφλικιού.  Βέβαια ο τσιφλικάς είχε το δικαίωμα της εκδίκασης της υπόθεσης και να απονείμει δικαιοσύνη κατά την κρίση του.  Οι πηγές που έχουμε στα χέρια μας δε μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε με ιστορική ακρίβεια τις αλλαγές που υφίστατο το φέουδο κατά την εξέλιξή του, ούτε ποια ακριβώς πρόσωπα διαχειρίζονταν κατά περιόδους το αρχοντικό και την επικράτεια.

Κατά την περίοδο αυτή έχουμε και άλλες αναφορές για περιηγητές που επισκέφθηκαν τη Νήσου.

Με το ψευδώνυμο Αλή Μπέης ελ Αμπασσί (Ali Bey el Abbassi)  κρυβόταν ένας Ισπανός περιηγητής, ο ντον Ντομίνκο Μπατία-ι- Λεϊπλίχ (don Domingo Badia-y-Leyblich).Είχε ζήσει αρκετά χρόνια στο Παρίσι και στις αρχές του 19ου αιώνα ξεκίνησε για ένα μεγάλο ταξίδι στην Ανατολή, οπότε πέρασε και από την Κύπρο, στην οποία παρέμεινε από τις 7 του Μάρτη μέχρι τις 12 του Μάη του 1806. Αφού επισκέφτηκε το μοναστήρι της Αγίας Θέκλας, πέρασε, αναφέρει, ένα ρυάκι και γύρω στις τρεις το μεσημέρι είδε το χωριό Πέρα Χωριό (Teraforio) και ακολούθως στα δεξιά ένα άλλο χωριό, ονομαζόμενο  Disdar Keuy (δηλαδή τη Νήσου).

Ο Άγγλος Γούλλιαμ Τέρνερ (William Turner) , που υπηρέτησε ως διπλωμάτης της χώρας του στην οθωμανική αυτοκρατορία, έφτασε στην Κύπρο το Μάρτιο του 1815 και αναφέρει στο ημερολόγιό του, που εξεδόθη στο Λονδίνο στα 1820, πως πέρασε από το χωριό Τσέρι και το μεσημέρι έφτασε στο χωριό της Νήσου (Neson), όπου σταμάτησε για να γευματίσει. Ήταν, αναφέρει, ένα πολύ ωραίο χωριό, γεμάτο καρπερούς κήπους και χωράφια με βαμβάκι, αρδευόμενα από ένα βουνίσιο ρυάκι με άφθονο νερό που τα διασχίζει και περιβάλλεται από καστανόχρωμα βουνά, που σχηματίζουν μια ωραία αντίθεση με τις καλλιέργειες. Τελικά το εγκατέλειψε με λύπη.

Μια μαρτυρία κατοίκου αναφέρει ότι το 1821,  κύριος του τσιφλικιού ήταν κάποιος ιερωμένος, ο οποίος μάλιστα απαγχονίστηκε κατά τα επεισόδια της 9ης Ιουλίου 1821 στη Λευκωσία, όταν δηλαδή οι Τούρκοι απαγχόνισαν τον Αρχιεπίσκοπο της Κύπρου, Κυπριανό, για να καθηλώσουν οποιοδήποτε εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα που θα σημειωνόταν στο νησί με κίνητρο την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης στον ελλαδικό χώρο.

Ο ιερωμένος λοιπόν εκτελέστηκε αλλά κινδύνευε άμεσα και ο γιος του.  Τότε επενέβη έξυπνα και διπλωματικά ο Γάλλος Πρόξενος στην Κύπρο ( φράγκικης καταγωγής ) και πήρε στα χέρια του το τσιφλίκι μέσω του γιου του ιερωμένου (αναγκαστική αγορά ή χάρισμα;),  για  να τον γλιτώσει από τις σπάθες των Τούρκων. Σύμφωνα μ ’αυτήν τη μαρτυρία, από το 1821 μέχρι και το 1908,  το τσιφλίκι βρισκόταν στα χέρια του Γάλλου Πρόξενου στην Κύπρο, γνωστού στους ντόπιους ως ο Φράγκος ή Βράγκος.

Αξιοσημείωτη είναι και η πληροφορία ότι κατά το 19ο αιώνα στην περιοχή της Νήσου, κατείχε τεράστια κτηματική περιουσία ο φράγκικος συνασπισμός των Λαπιέρ και Ματτέι.

Έτσι φτάνουμε στις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε , σύμφωνα με μαρτυρία ηλικιωμένου προσώπου της κοινότητας,  ο Φράγκος που ήταν άτεκνος, διαλύει το τσιφλίκι και το υποθήκευσε  σε Τράπεζα, στη Λευκωσία. Τότε ένας πλούσιος Κερυνειώτης με το όνομα Σαββίδης (κατά άλλους αναφέρεται το όνομα των Μιλιανίδιων) περνά το τσιφλίκι στην κατοχή του.

Όταν ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος ο Β′,  γνωστός ως Κυριλλάτσος, που υπήρξε κάτοχος του αρχιεπισκοπικού θρόνου από το 1909 μέχρι το θάνατο του στα 1916, επισκέφτηκε το Πέρα Χωριό, κάθισε να ξεκουραστεί σε ένα καφενείο της εποχής που βρισκόταν απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Στη συνέχεια ρώτησε τους χωριανούς για να τους παράσχει κάποια οικονομική βοήθεια και αυτοί τον παρακάλεσαν να μεσολαβήσει για να περιέλθει το τσιφλίκι στα χέρια τους. Ο αρχιεπίσκοπος τα κατάφερε και το τσιφλίκι του Φράγκου περιήλθε στα χέρια 12 κατοίκων, χριστιανών τούτη τη φορά. Έτσι το τσιφλίκι του Φράγκου αρχίζει να διαμελίζεται και να περνά στα χέρια διαφόρων ντόπιων ιδιοκτητών.  Αναφέρονται τα ονόματα των Βρίκκη, Χατζη – Παντελή, Χατζη – Ιωνά, Κωνσταντή Χ’’ Παπά, Γιαννή Παπουή, Ττοουγλή Παπουή, Αδάμου,  Περίφημου.

Επειδή το έδαφος της Νήσου ήταν πολύ εύφορο, εκτός από το μεγαλοτσιφλίκι του Φράγκου, υπήρχαν ακόμα δυο μεγάλα τσιφλίκια που τα διοικούσαν Τούρκοι εφέντηδες και τα οποία  πολύ  πιθανόν να δόθηκαν σ’ αυτούς με την κατάληψη της Κύπρου  από τους Τούρκους (1570). Το ονόματα ιδιοκτητών που θα αναφερθούν αντιστοιχούν στα τελευταία 150 χρόνια.

Έτσι έχουμε το τσιφλίκι του Χατζιαλεφέντη που εκτείνεται από το κυπαρίσσι του Φράγκου προς τα δυτικά του χωριού και από εκεί αρχίζει το τσιφλίκι του Χατζιηκκιαμήλη που περιλαμβάνει την περιοχή του Αϊ - Γιώρκη και την πηγή καθώς και την τοποθεσία Δεκαπέντε Σκάλες. Φυσικοί κληρονόμοι του Χατζιάλεφέντη  ήταν ο Ναζούμ εφέντης και η γυναίκα του Νιφιάνου, ο Ιζεπ – μπέης και ο Σιεφκιε – μπέης.  Εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι οι εκτάσεις των τσιφλικιών της Νήσου ακολουθούν την κοίτη του ποταμού Γιαλιά, από την περιοχή του Αϊ -Γιώρκη μέχρι και τα δαλίτικα, με απώτερο σκοπό βέβαια την εκμετάλλευση του ποταμού Γιαλιά. Το δίπατο σπίτι του Χατζιαλεφέντη βρισκόταν μέσα στην τοποθεσία Φιντανίκκιν, κοντά στα ερείπια της εκκλησίας της Παναγίας της Χρυσοπερότσας.
Πηγή http://www.perachorio-nissou.org.cy/el/page/nisou

Πέρα Χωριό 

Το Πέρα Χωριό είναι και αυτό χωριό της επαρχίας Λευκωσίας και βρίσκεται κτισμένο στα νότια του ποταμού Γιαλιά απέναντι από τη Νήσου.

Το Πέρα Χωριό φαίνεται να οφείλει την ονομασία του στη θέση του σε σχέση με τη Νήσου, ως το χωριό που βρίσκεται πέρα από τον ποταμό.

Φαίνεται ότι το φέουδο της Νήσου δεν αποτέλεσε μόνο γι’αυτή το ιστορικό πλέγμα των νεότερων χρόνων, αλλά αποτέλεσε και την αρχή του νήματος για την εξέλιξη της ιστορίας του Πέρα Χωριού από το μεσαίωνα και μετέπειτα.

Όπως υποστηρίχτηκε πιο πάνω, η Νήσου υπήρξε, στα πρώτα στάδια τουλάχιστον, η μητρόπολη του νέου οικισμού που έστειλε το πρώτο έμψυχο υλικό για τη δημιουργία του και στη συνέχεια πλαισιώθηκε από οικιστές από άλλα χωριά, που αποζήτησαν εργασία στο τσιφλίκι.  Οι οικογενειακοί, περιουσιακοί, συναισθηματικοί δεσμοί των οικιστών – Περαχωριτών με τη μητρόπολη – Νήσου ήταν από την πρώτη στιγμή αδιάρρηκτοι και διατηρήθηκαν μέσα από τους αιώνες ανεξίτηλοι. Οι στενότατες σχέσεις ακόμα και σήμερα των δυο κοινοτήτων σε όλους τους κοινοτικούς και διοικητικούς τομείς είναι ατράνταχτη απόδειξη της ιστορικής εξέλιξης των δυο χωριών.


Το έδαφος του Πέρα Χωριού παρουσιάζει την ίδια γεωλογία με αυτή της Νήσου.  Η έκταση του δε, φτάνει τις 6.456 σκάλες.

Η περιοχή που εκτείνεται από το μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων  προς το ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου πιστεύεται ότι αποτελούσε αρχαίο οικισμό.   Η εικασία αυτή στηρίζεται στο ότι στην περιοχή αυτή βρέθηκαν πολλοί “ σπήλιοι ” (τάφοι).  Αυτοί ανακαλύφτηκαν είτε τυχαία είτε κατόπιν  εξορμήσεων από κατοίκους των χωριών, λόγω της αμάθειας και της φτώχειας δεν είχαν πολιτιστική συνείδηση, με αποτέλεσμα να ανοίγονται και να συλούνται αρχαία μνημεία, για να πουληθούν σε αρχαιοκάπηλους,  Κύπριους και ξένους, για λίγες πενταροδεκάρες. Γνωστός υπήρξε ο Περίφημος, ο οποίος με μια μακριά σμίλη μήκους 2- 3 μέτρων έγινε ειδικός στον εντοπισμό τέτοιων αρχαίων τοποθεσιών και όπως μας αναφέρουν πρόσωπα που κουβέντιασαν μαζί του, έβρισκε διάφορα αγγεία και ακόμα σκελετούς που έφεραν διάφορα κοσμήματα. Ο Περίφημος φαίνεται να είχε οργώσει το λόφο Μούττη και Κουπέ και να είχε βρει αρκετά αρχαία. Αυτοί που δρούσαν πονηρά στον τομέα αυτό ήταν οι αρχαιοκάπηλοι γιατί ήταν οι μόνοι που γνώριζαν την πραγματική αξία των ευρημάτων. Οι φτωχοί χωρικοί το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να μπορέσουν να θρέψουν τα παιδιά τους και στη μικρή τους κοινωνία τους ζήλευαν για την ικανότητα τους να εντοπίζουν τους αρχαίους τάφους παρά να τους μέμφονται.

Σε μια άλλη περίπτωση αναφέρεται ότι σε ελαιώνα κοντά στο παλιό δημοτικό σχολείο, το υνί παρέσυρε στο πέρασμά του και έβγαλε στην επιφάνεια δυο μαρμάρινες πλάκες,  που πιστεύεται ότι ήταν πλακόστρωτο δάπεδο αρχαίας κατοικίας.

Σε μεσαιωνικές πηγές δεν αναφέρεται το Πέρα Χωριό.  Η έκταση του πρέπει να ανήκε στο φέουδο της Νήσου,  όπως μας βοηθά η μαρτυρία του Βουστρώνιου.

Ο G. Jeffry ( 1918 μ.Χ. ) θεωρεί ότι κατά τα μεσαιωνικά χρόνια είναι πολύ πιθανόν να κατοικούσαν στην περιοχή οι πάροικοι της Νήσου που εργάζονταν στο μεγάλο φέουδο και το αρχοντικό των Φράγκων ευγενών. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από πληροφορίες που μας έδωσαν σύγχρονοι ηλικιωμένοι κάτοικοι, σχετικά με ονόματα παλιών οικογενειών που έφτασαν στη Νήσου από διάφορα χωριά,  για να βρουν εργασία στο φέουδο.  Τα ονόματα αυτά πρέπει να τα θεωρήσουμε ως γενεές και όχι να τα ταυτίσουμε με σύγχρονες οικογένειες που φέρουν τα ονόματα που ακολουθούν.  Ίσως μάλιστα μερικά ονόματα να εκλείπουν σήμερα ή και κάποια να μην έφτασαν σε μας , για ευνόητους λόγους :

Οικογένεια  Γιαννή Καυκαλιά από Λυθροδόντα.
(Λέγεται πως ο ίδιος ο Γιαννής κατάφερε να πολλαπλασιάσει τα πρόβατά του και να τα ανεβάσει στον αριθμό 1000 ( χίλια ), με αποτέλεσμα να γίνει κάτοχος της χρυσής κουδούνας, δείγμα πλούσιου ανθρώπου για την εποχή εκείνη).
Οικογένεια  Κυριάκου Κούσουλου από Αγία Βαρβάρα.
Οικογένεια  Κακουλλή Τριλλίδη από το Τσέρι.
Οικογένεια  Ττοφή Γιαννή από Ακανθού. 
Οικογένεια Μιχαήλ Χ’’ Κακουλλή από το Τσέρι.
Οικογένεια Θεοδούλου Κόλοκου.
Οικογένεια Λευτέρη Δεληγιάννη από Αθηένου.
Οικογένεια Προκομμένου από Αγία Βαρβάρα.
Οικογένεια Κινέζων.
Οικογένεια Κουρουνάδων.
Οικογένεια Καμμά.
Οικογένεια Κουτσο – Μιχαήλη ( Ζαντήρα ) από Λυθροδόντα.
Αν θεωρήσουμε λοιπόν ότι κάποιοι μακρινοί τους πρόγονοι, από τους πιο πάνω, ήρθαν για εξεύρεση εργασίας στο φέουδο και αναμείχτηκαν με τους ντόπιους και έφτιαξαν οικογένειες, δημιούργησαν σιγά σιγά  το Πέρα Χωριό. Κάτι που δεν πρέπει να αφήσουμε απαρατήρητο είναι το γεγονός ότι στο Πέρα Χωριό δεν υπήρχαν πολλοί Τουρκοκύπριοι.

Η παράδοση αναφέρει ότι η Αγία Μαρίνα, με την ομώνυμη εκκλησία της στο χωριό, δεν ήθελε τους Τουρκοκύπριους που ήταν αλλόθρησκοι ( μουσουλμάνοι )  και αν  κάποιος ερχόταν απ' αυτούς για μόνιμη εγκατάσταση, του φανερωνόταν στον ύπνο του και του έκανε συστάσεις  για να εγκαταλείψει το χωριό.

Στη “Μεγάλη Κυπριακή εγκυκλοπαίδεια” ( τόμος 11, σελίδα 265) υπάρχει καταγραμμένη η ακόλουθη άποψη για το όλο θέμα και την οποία αναφέρουμε ως έχει:

“Η άποψή μας είναι ότι πιθανότατα ο οικισμός του Πέρα  Χωριού ιδρύθηκε  μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου (1570 – 1571 μ.Χ. ), όταν πλέον στον οικισμό της Νήσου εγκαταστάθηκαν και αρκετοί Τούρκοι.  Οι εγκατασταθέντες Τούρκοι φαίνεται ότι είχαν εκτοπίσει Έλληνες κατοίκους της Νήσου, αρκετοί από τους οποίους εγκαταστάθηκαν τότε σε κτήματα πέραν του ποταμού, σχηματίζοντας εκεί ένα νέο οικισμό, το Πέρα Χωρκόν.  Γι’αυτό το χωριό είναι αμιγώς ελληνικό, ενώ η γειτονική Νήσου ( που απαντάται σε μεσαιωνικές πηγές ) είναι μεικτό χωριό.”

Εάν δεχτούμε την άποψη αυτή, αναφύεται το ερώτημα γιατί οι Τούρκοι απέφευγαν να επεκταθούν οικιστικά ή ακόμα και περιουσιακά ( ίσως με εξαίρεση κάποιες μονάδες ) στο νέο οικισμό ;  Ποιοι λόγοι συνέβαλαν στη δημιουργία αυτής της τάσης των Τούρκων της Νήσου;  Γνωρίζουμε ήδη ότι το μεγάλο τσιφλίκι πρέπει να επεκτεινόταν και στα προάστια της Νήσου.  Μεταξύ των νεοφερμένων Τούρκων, που όπως και να το κάνουμε ήταν οι κατακτητές και οι άδικοι για τους Ελληνοκύπριους, αφού με διάφορους τρόπους  εξαναγκασμού πέρασαν στα χέρια τους ικανό αριθμό περιουσίας των Ελλήνων, προσπάθησαν να πλαισιώσουν όσο το δυνατό εδαφικά πλησιέστερα το αρχοντικό με τον αγα – διοικητή, για να απολαμβάνουν την ασφάλεια από τυχόν κινδύνους που θα μπορούσαν να προκύψουν από τους κατακτημένους ( έστω και σε επίπεδο ατομικών διαφορών και μικροσυμπλοκών ). Εξάλλου, δεν ήταν τυχαίο που οι Τούρκοι μετονόμασαν τη Νήσου “ φρουρό του κάστρου ” Disdar Keuy,  γιατί αυτοί οι νεοφερμένοι αποτελούσαν τη στενή φρουρά του αρχοντικού σε ώρα κινδύνου.

Επίσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει παράλληλα και το γεγονός ότι η Νήσου υπερέχει ως προς την αφθονία του νερού και την ευφορία του εδάφους σε σύγκριση με το Πέρα Χωριό.  Οπωσδήποτε θα ήταν και αυτός ένας σοβαρός παράγοντας, καθώς και το ότι οι νεοφερμένοι Τούρκοι βρήκαν και έτοιμη καλλιεργήσιμη γη με όλα τα τότε μέσα για την καλύτερη εκμετάλλευσή της.

Ο νέος οικισμός του Πέρα Χωριού για να καταστεί γεωργικά εκμεταλλεύσιμος χρειαζόταν οπωσδήποτε εργατικά χέρια και χύσιμο αρκετού ιδρώτα, καθώς και υποτυπώδες αρδευτικό σχέδιο και όλα τα σχετικά.  Καθόλου δηλαδή εύκολη υπόθεση για κάποιον που θα του παρεχωρείτο, έστω και δικαιωματικά, ένα κομμάτι χέρσας γης.

Οι Έλληνες και Τούρκοι μισταρκοί της Νήσου που εγκαταστάθηκαν στο Πέρα Χωριό έπρεπε να αγωνιστούν για να ζήσουν. Έτσι λοιπόν απέφευγαν να επεκταθούν έξω από τα στενά όρια του τσιφλικιού και για λόγους ασφάλειας, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, πράγμα το οποίο απέβη μια καθεστηκυία κατάσταση,  με πολύ μικρές εξαιρέσεις κατά καιρούς. Οι κάτοικοι , βέβαια,  αυτή τη “ σιωπηρά συμφωνημένη κατάσταση ” την απέδωσαν μέσα από τις θρησκευτικές τους διαφοροποιήσεις.


Εξάλλου, οι σύγχρονοι κάτοικοι αναφέρουν ότι πέραν από το Γιαλιά κτίστηκαν αρχικά (το μεσαίωνα;) τα παραπήγματα και οι μάντρες των κατοίκων της Νήσου που ήταν “μισταρκοί” των εφέντηδων και δεν αποκλείεται με την εγκατάσταση των Τούρκων στο χωριό ( τουρκική κατάκτηση της Κύπρου το 1570 – 1571 μ.Χ. ), μερικοί κάτοικοι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Νήσου είτε γιατί εκδιώχθηκαν με τη βία είτε γιατί δημεύτηκε η περιουσία τους στο κράτος που έπεσε στα τούρκικα χέρια είτε την έχασαν εξαιτίας της τοκογλυφίας από τους Τούρκους εφέντηδες. Κατ’αυτό τον τρόπον είναι πολύ πιθανόν να άρχισε να σχηματίζεται ένας νέος οικισμός, το Πέρα Χωριό.
Πηγή http://www.perachorio-nissou.org.cy/el/page/pera-xorio

Photos 7/4/2016 by George Konstantinou








































No comments:

Post a Comment