Translate

Tuesday 9 January 2018

Οι δύο ταραντούλες της Κύπρου. Πόσο επικίνδυνες είναι; - Του Γιώργου Κωνσταντίνου - Εφημερίδα πολίτης 7/1/2018


Κείμενο, φωτογραφίες του Γιώργου Κωνσταντίνου

Οι ταραντούλες είναι αράχνες και ανήκουν στα αρθρόποδα και στην οικογένεια Theraphosidae. Διακρίνονται από το μεγάλο τους μέγεθος, το πολύ τριχωτό τους κορμί και τα πόδια. Ανά τον κόσμο συναντούμε περίπου 900 διαφορετικά είδη ταραντούλας. Ζουν κυρίως σε ζεστά κλίματα και είναι οι μεγαλύτερες από όλες τις αράχνες του κόσμου. Είναι αρκετά διαδεδομένο το εμπόριο με αρκετά είδη ταραντούλας, καθώς υπάρχουν αρκετοί που αρέσκονται να τις έχουν κατοικίδια στα σπίτια τους. Αποτελούν φόβο και τρόμο για πολλούς ανθρώπους λόγω του μεγάλου μεγέθους που έχουν και ειδικά σε αυτούς που έχουν φοβίες με τις αράχνες.

Το μεγαλύτερο είδος από όλα είναι η ταραντούλα Γολιάθ που ζει στα τροπικά δάση της Νοτίου Αμερικής και φτάνει τα 10–12 cm σωματικό μήκος (εκτός τα πόδια), ενώ ένα άλλο είδος τρέφεται και με πουλιά. 

Μαύρη ταραντούλα με τα μωράς της. 

Η μαύρη ταραντούλα Chaetopelma olivaceum προστατεύει το σάκο με τα αυγά της 


Κυπριακή ταραντούλα
Στην Κύπρο συναντούμε δύο είδη ταραντούλας, την κυπριακή ταραντούλα Chaetopelma karlamani που είναι και ενδημική της Κύπρου, δηλαδή υπάρχει μόνο στην Κύπρο και πουθενά αλλού στον κόσμο και τη μαύρη ταραντούλα Chaetopelma olivaceum. Τη μαύρη ταραντούλα εκτός από την Κύπρο τη συναντούμε στη Μέση Ανατολή, Τουρκία, Ισραήλ και σε μερικές αφρικανικές χώρες. 

Η κυπριακή ταραντούλα Chaetopelma karlamani. 

Η ταραντούλα Chaetopelma karlamani είναι μικρότερη σε μέγεθος από την ταραντούλα Chaetopelma olivaceum και είναι πολύ πιο σπάνια από τη δεύτερη. Τα δύο είδη μοιάζουν πολύ μεταξύ τους και πολύ δύσκολα ξεχωρίζουν, μόνο με μικροσκοπική εξέταση μπορεί κάποιος να είναι βέβαιος. Τα αρσενικά είναι πάντα μικρότερα από τα θηλυκά. Πρόκειται για νυχτόβια είδη με χρώμα γκριζόμαυρο και τεράστια (σε σύγκριση με το σώμα τους) μαύρα δόντια. Σε περίπτωση που ενοχληθούν ανασηκώνονται στα πισινά τους πόδια παίρνοντας αμυντική στάση επιδεικνύοντας τα μεγάλα τους δόντια που περιτριγυρίζονται με κόκκινες τρίχες. Τρέφονται με μεγάλα έντομα όπως κατσαρίδες, σαρανταποδαρούσες, ακόμα και με μικρές σαύρες. 

Παρακολουθήστε δύο ταινίες μου με τη μαύρη ταραντούλα Chaetopelma olivaceum να επιτίθεται: 

Κανένα σοβαρό περιστατικό

Η μαύρη ταραντούλα Chaetopelma olivaceum είναι κοινό είδος στην Κύπρο και αποτελεί τη μεγαλύτερη αράχνη στην Κύπρο. Επίσης είναι η μεγαλύτερη ταραντούλα και από τα λίγα είδη ταραντούλας που συναντούμε στην Ευρώπη. Διαθέτουν δηλητήριο όπως και όλες οι αράχνες για να σκοτώνουν τα θηράματά τους. Το δηλητήριο τους δεν είναι επικίνδυνο για τον άνθρωπο σε περίπτωση δαγκώματος, αλλά αρκετά επώδυνο με πρήξιμο και έντονο πόνο. Μπορώ να παρομοιάσω τον πόνο του δαγκώματός της με το κέντρισμα μιας μέλισσας ή σφήκας. Φυσικά σε περίπτωση δαγκώματος το άτομο μπορεί να είναι αλλεργικό οπόταν αν παρουσιάσει άλλα συμπτώματα πρέπει να πάει αμέσως στο νοσοκομείο. Μέχρι στιγμής δεν είχαμε κανένα σοβαρό περιστατικό. Δεν επιτίθεται στον άνθρωπο εκτός αν προσπαθήσεις να την πιάσεις ή να την αγγίξεις κατά λάθος. Είναι πολύ συχνό φαινόμενο οι Κύπριοι να τις βρίσκουν μέσα στα σπίτια τους προκαλώντας τους μεγάλο φόβο, και πολύ συχνά ανεβάζουν φωτογραφίες τους (σχεδόν πάντα πολτοποιημένες) στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ρωτώντας έντρομοι τι είναι. 


Μαύρη ταραντούλα σε αμυντική στάση δείχνοντας τα δόντια της. 

Σε μια τέτοια περίπτωση που θα μπει στο σπίτι είναι πολύ εύκολο να την απομακρύνουμε αναγκάζοντάς την να μπει σε ένα κουβά και κατόπιν να την απελευθερώσουνε μακριά στα χωράφια. Στην ουσία δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος από αυτές και η πιθανότητα δαγκώματος είναι εξαιρετικά σπάνια. Πολλές φορές με ήρεμες κινήσεις την έβαλα να περπατήσει πάνω μου χωρίς κανένα πρόβλημα.

Αρέσκονται να συχνάζουν και να φτιάχνουν τις φωλιές τους σε σκοτεινά μέρη (αυτός είναι ο λόγος που μπαίνουν στα σπίτια), όπως σπηλιές, τρύπες σε δόμες, υπονόμους, λάκκους, κάτω από μεγάλες πέτρες και μεγάλα αντικείμενα. Πολλές φορές τις συναντούμε στα μέρη αυτά σε αποικίες. Φτιάχνουν τη φωλιά τους μέσα σε τρύπες που τις διακοσμούν με τον ιστό τους εσωτερικά και εξωτερικά για να νιώθουν τον κραδασμό των θηραμάτων τους όταν πλησιάσουν. Ενεργοποιούνται πάντα τη νύχτα αναζητώντας την τροφή τους, ενώ τη μέρα παραμένουν στις φωλιές τους. Πολλές φορές τις βρίσκουμε τη νύχτα σε κεντρικούς δρόμους των πόλεων, καθώς βγαίνουν από τους υπονόμους. Οι ταραντούλες όπως και όλες οι αράχνες περιβάλλονται από τον εξωσκελετό που τους δίνει σκληρότητα και για να μεγαλώσουν τον αποβάλλουν δημιουργώντας άλλον πιο μεγάλο. 

Μαύρη ταραντούλα 

Σαν ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας σε ταινία τρόμου

Μετά το ζευγάρωμα το θηλυκό μπλέκει με τον ιστό της και μέσα στη φωλιά της έναν μεταξένιο άσπρο σάκο που μοιάζει με κουκούλι, όπου και γεννά μέσα πέραν των 200 αβγών. Η αράχνη μένει συνεχώς κοντά στο κουκούλι προστατεύοντας τα αβγά μέχρι να εκκολαφθούν. Μετά την εκκόλαψη τα μικρά μένουν για ένα χρονικό διάστημα με τη μάνα τους και κατόπιν παίρνουν τον μοναχικό δρόμο τους.

Εχθροί τους είναι φυσικά ο άνθρωπος που όπου τις βρει τις σκοτώνει λόγω φόβου και άγνοιας, όπως επίσης και τα αρπαχτικά πουλιά και ένα είδος παρασιτικής σφήκας. Το είδος αυτό της παρασιτικής σφήκας ονομάζεται Tarantula hawks (Hemipepsis brunnea) της οικογένειας Pompilidae. Η θηλυκιά σφήκα ψάχνει με μανία να βρει τις ταραντούλες στα μέρη που συχνάζουν και όταν βρει μια ακολουθεί σκληρή μάχη. 

Μαύρη ταραντούλα 

Η μεγαλόσωμη σφήκα επιτίθεται στην ταραντούλα προσπαθώντας να την κεντρίσει, ενώ η ταραντούλα αμύνεται σθεναρά. Όταν κατόπιν μάχης αρκετών λεπτών η σφήκα καταφέρνει να την κεντρίσει η ταραντούλα παραλύει άλλα δεν πεθαίνει. Το δηλητήριο που διαθέτει η σφήκα την παραλύει μόνο διότι χρειάζεται την ταραντούλα ζωντανή. Κατόπιν σέρνει με κόπο την παραλυμένη ταραντούλα στη φωλιά της που βρίσκεται σε τρύπα στο έδαφος, την τοποθετεί μέσα και γεννά τις κάμπιες (προνύμφες) της με έναν ειδικό ωοθέτη μέσα στο σώμα της αράχνης. Οι κάμπιες της σφήκας τρέφονται με τη ζωντανή αράχνη μέχρι να μεταμορφωθούν σε τέλεια έντομα. Ο λόγος που η σφήκα θέλει την ταραντούλα ζωντανή είναι για να έχουν οι κάμπιες της φρέσκια τροφή μέχρι να μεγαλώσουν και μοιάζει σαν ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας σε ταινία τρόμου. 
Κυπριακή ταραντούλα Chaetopelma karlamani. 

Μαύρη ταραντούλα Chaetopelma olivaceum σε σύγκριση με το χέρι. 

Τα τεράστια δόντια της μαύρης ταραντούλας.














ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου γεννήθηκε το 1960 στη Λευκωσία και είναι φυσιοδίφης ερευνητής της κυπριακής βιοποικιλότητας. Φωτογράφος και κινηματογραφιστής αγρίας ζωής και πρόεδρος του συνδέσμου προστασίας φυσικής κληρονομίας και βιοποικιλότητας της Κύπρου. Με ακούραστη δράση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσον αφορά το περιβάλλον και την βιοποικιλότητα του τόπου μας. 






Thursday 4 January 2018

Great reed warbler (Acrocephalus arundinaceus) Τζικλομουγιούδι - Τσιχλοποταμίδα - video - Cyprus

Cyprus wild donkeys (Equus asinus) Γαϊδούρι. - Γάρος - Καρπασία - video - Cyprus

Some hundreds of Cyprus donkeys live in a feral state on the Karpasia Peninsula in the Turkish-controlled northern part of Cyprus. They were abandoned there by Greek Cypriot farmers during the Turkish invasion in 1974. In 2008, a group of Greek and Turkish Cypriots organized to save the animals from extinction after several were found shot to death. 
Asinus is a subgenus of Equus (single-toed (hooved) grazing animal) that encompasses several subspecies of Equidae commonly known as asses, characterized by long ears, a lean, straight-backed build, lack of a true withers, a coarse mane and tail, and a reputation for considerable toughness and endurance.

The common donkey is the best-known domesticated representative of the subgenus, with both domesticated and feral varieties. Among the wild ass species are several never-domesticated species that live in Asia and Africa.
The Cyprus donkeys  is the donkey breed of the Mediterranean island of Cyprus. There are two principal strains: a large dark-coloured type with a pale belly, probably of European origin; and a small grey African type which represents about 20% of the total population, which in 2002 was estimated at 2200–2700.
From Wikipedia, the free encyclopedia

Western Marsh-harrier (Circus aeruginosus) Καλαμόκιρκος - Βαλτοσιάχινο - video - Cyprus

Western Marsh-harrier (Circus aeruginosus) Καλαμόκιρκος - Βαλτοσιάχινο - video - Cyprus

Great Tit - Parus major - Τσαγκαρούδι - Καλόγερος - video - Cyprus

Coal tit (Periparus ater cypriotes) Πέμπετσος - Video - Cyprus

Coal tit (Periparus ater cypriotes) Πέμπετσος - Video - Cyprus

Eurasian jay (Garrulus glandarius) Κίσσα - Video - Cyprus

Eurasian jay (Garrulus glandarius) Κίσσα - Video - Cyprus

Eurasian jay (Garrulus glandarius) Κίσσα - Video - Cyprus

Eurasian jay (Garrulus glandarius) Κίσσα - Video - Cyprus

Grey Heron (Ardea cinerea) Σταχτοτσικνιάς - Video - Cyprus

Greater sand plover - Charadrius leschenaultii - Ερημοσφυριχτής, Βραχοπλουμίδι - Video - Cyprus

Greater sand plover - Charadrius leschenaultii - Ερημοσφυριχτής, Βραχοπλουμίδι - Video - Cyprus

Cattle Egret (Bubulcus ibis) Γελαδάρης - Ερωδιός ο Βουκόλος - Video - Cyprus

Cattle Egret (Bubulcus ibis) Γελαδάρης - Ερωδιός ο Βουκόλος - Video - Cyprus

Cyprus Camel Spider - Gylippus (Gylippus) cyprioticus - Sun Spider - Endemic to Cyprus - Video

Tuesday 2 January 2018

Cyprus tarantula - Chaetopelma karlamani Vollmer, 1997 - Κυπριακή Ταραντούλα - Endemic to Cyprus

Endemic to Cyprus 

Family - Tarantulas (Theraphosidae)

Chaetopelma karlamani is a small European tarantula species from Cyprus, which was discovered in 1995 andfirst describedby Patrick Vollmer in 1997. The species was named after R. Karlaman, the Cypriot friend of the descriptor and the discoverer of the holotype . The holotype (male) was found under a rock in a goat pen in Lapithos . The first paratype (a female) hidunder rotting wooden beams in the garden of a holiday homein Karaman . The species isvery smallfor the genus Chaetopelma. From https://second.wiki/wiki/chaetopelma_karlamani

Chaetopelma is a genus of tarantulas that was first described by Anton Ausserer in 1871. They are found in Africa and Asia including the countries of Turkey, Syria, Egypt, Cyprus, Greece, Sudan and Cameroon.

Diagnosis
They can be distinguished from the other tarantula genera, except from Nesiergus, because the presence of clavate trichobothria in two rows on the tarsi. Males have a tibial apophysis consisting of two branches, females having a long and slender spermatheca

Photos at Pentadaktylos - Akanthou, December 2014 by George Konstantinou.
















Μαγευτικές εικόνες από τα 3 000 φλαμίνγκο στις Αλυκές Λάρνακας - ANT1 TV NEWS 20:15 - 2/1/2018


http://www.ant1iwo.com/news/cyprus/article/290529/mageutikes-eikones-apo-ta-3000-flamingo-stis-alukes-larnakas-akrotiriou-video/



Απολαυστικές εικόνες κατέγραψε η κάμερα του ΑΝΤ1 από τα χιλιάδες φλαμίνγκο που θεάθηκαν στις Αλυκές της Λάρνακας και του Ακρωτηρίου. Μειωμένος σε σχέση με πέρσι παραμένει ο αριθμός των αποδημητικών πουλιών εξαιτίας της ανομβρίας ενώ όπως υπογραμμίζουν οι ειδικοί, οι θεατές με τις πράξεις τους, τα απομακρύνουν από την χώρα μας.

2η μέρα του 2018, και οι αλυκές Λάρνακας και Ακρωτηρίου γεμίζουν με χιλιάδες φλαμίνγκο και γίνονται πόλος έλξης για ντόπιους και τουρίστες.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτός ο μήνας για φέτος, είναι ο καταλληλότερος για να επισκεφθεί κανείς τις αλυκές της χώρας μας και να απολαύσει τα φλαμίνγκο.

Ο Ανώτερος Λειτουργός της Υπηρεσίας Θήρας Νίκος Κασίνης δήλωσε:

"Αυξήθηκαν από τον Νοέμβριο με περίπου 3000 να έχουμε τέλη Δεκεμβρίου και στις 2 Αλικές και λίμνη Ορόκλινης που υπάρχουν μερικές δεκάδες Φλαμίνγκο. Στην Λάρνακα επειδή είναι πιο λίγο το νερό από ότι στο Ακρωτήρι, ήταν πολύ πιο μικρός ο αριθμός τον Νοέμβριο".

Ωστόσο φέτος εξαιτίας της ανομβρίας, ο αριθμός των αποδημητικών πουλιών διαπιστώνεται μειωμένος σε σχέση με πέρσι και σύμφωνα με τον λειτουργό Υπηρεσίας Θήρας, θα έπρεπε να έρθουν γύρω στις 10 χιλιάδες.

Την ίδια ώρα, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Προστασίας Φυσικής Κληρονομιάς Γιώργος Κωνσταντίνου μιλώντας στον ΑΝΤ1, επιβεβαίωσε με τη σειρά του πως αυτή την εποχή, τα φλαμίνγκο αποδημούν από τις βόρειες χώρες και φθάνουν στις περιοχές μας.

Υπογραμμίζοντας ότι στην Αλυκή της Λάρνακας, οι θεατές με τις πράξεις τους, απομακρύνουν τα φλαμίνγκο:

"Τα Φλαμίνγκο τρέφονται στις όχθες της Αλικής διότι εκεί βρίσκεται η Αρτέμια. Ενοχλώντας τα, τα αναγκάζουν να μαζευτούν στο κέντρο με αποτέλεσμα να μην τρώνε, άλλοι χρησιμοποιούν drone για να τραβήξουν πλάνα, το οποίο ενοχλεί τα Φλαμίνγκο. Πολλοί ακόμα μπαίνουν μέσα στο νερό, αυτά είναι απαράδεκτα".

Σε ό,τι αφορά το μαύρο Φλαμίγνκο φέτος όπως και πέρσι δεν θεάθηκε στις Αλυκές της χώρας μας.

Γένεση της Κύπρου, Ελέφαντες, Ιπποπόταμοι και Νεολιθικοί άνθρωποι - Του Γιώργου Κωνσταντίνου - Εφημερίδα πολίτης 31/12/2017

See also

Ακρωτήριο Πύλα και οι προϊστορικές σπηλιές - Του Γιώργου Κωνσταντίνου - Εφημερίδα πολίτης 19/5/2019




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 31.12.2017

Κείμενο, φωτογραφίες του Γιώργου Κωνσταντίνου

 Όλα ξεκίνησαν πριν αρκετά εκατομμύρια χρόνια όταν η Αφρικανική και Ευασιατική πλάκα άρχισαν να κινούνται η μια αντίθετα της άλλης με αποτέλεσμα να συγκρουστούν. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν η ανύψωση του υποθαλάσσιου εδάφους και η εμφάνιση της πρώτης ξηράς που ήταν η ψηλότερη κορυφή του Τροόδους και κατόπιν της ψηλότερης κορυφής του Πενταδαχτύλου. Η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε (και συνεχίζεται ακόμα) μέχρι τη δημιουργία της Κύπρου που ξέρουμε σήμερα.  Οπόταν η Κύπρος είναι ένα ωκεάνιο νησί και ποτέ δεν συνδεόταν με άλλη γειτονική χώρα. Πώς όμως μπόρεσαν και έφτασαν εδώ όλα αυτά τα είδη της προϊστορικής και τωρινής βιοποικιλότητας του νησιού μας;

Αμέσως μετά την εμφάνιση της πρώτης ξηράς του Τροόδους και Πενταδαχτύλου άρχισε και η εποίκιση με είδη χλωρίδας και πανίδας.  Έντομα και αράχνες εκατοντάδων διαφορετικών ειδών ταξίδεψαν από τις κοντινές χώρες μέσο αέρα και θάλασσας και έφτασαν στο νησί. Επιπλέοντες κορμοί που ταξίδεψαν από γειτονικές χώρες και έφτασαν εδώ έφεραν διάφορα είδη όπως έντομα, αράχνες, σαλιγκάρια, ερπετά και τρωκτικά. Αποδημητικά πουλιά έφεραν σπόρους διαφόρων ειδών φυτών μέσα στα στομάχια τους από καρπούς που έφαγαν σε άλλες χώρες.

Απολιθωμένα οστά νάνου ιπποπόταμου σε βράχο. 

Δύο καταπράσινα νησιά
Φανταστείτε την τότε προϊστορική Κύπρο να αποτελείτε από δύο καταπράσινα νησιά. Η άνοδος συνεχίστηκε και ισχυρές βροχοπτώσεις διάβρωναν τις 2 οροσειρές που τότε ήταν πολύ πιο ψηλές από ότι είναι σήμερα μεταφέροντας τεράστιες ποσότητες ιζημάτων δημιουργώντας την Μεσαορία και την τελική εικόνα της Κύπρου.

Κατά την πλειστόκαινο περίοδο και περίπου πριν 250.000 χρόνια η στάθμη της θάλασσας ήταν κατά 100-120 μέτρα περίπου χαμηλότερη από την σημερινή. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια των παγετώνων του Πλειστοκαίνου, λόγο συσσώρευσης των νερών στους πόλους η Κύπρος απείχε από την πλησιέστερη ξηρά (τον κόλπο Αλεξανδρέττας) περίπου 30 χιλιόμετρα με αβαθή νερά και με πολλά ενδιάμεσα νησάκια. Τότε ήταν που κατάφεραν και έφτασαν μεγάλα φυτοφάγα θηλαστικά ζώα με κολυμβητικές ικανότητες στο νησί μας. Τα ζώα αυτά είναι ιπποπόταμοι (Phanourios minutus), ελέφαντες (E. Cypriotes, σε κανονικό μεγάλο μέγεθος), η μοσχογαλή, μερικά είδη τρωκτικών (Μυγαλή, Ακανθοποντικός), χελώνες ξηράς, χελώνες γλυκού νερού και ερπετά.

Χαυλιόδοντας νάνου ιπποπόταμου 

Το μοναδικό σαρκοφάγο
H Πλειστοκαινική πανίδα της Κύπρου, όπως και όλων των νησιών της Μεσογείου (Κρήτη, Σαρδηνία, Ρόδος, Τήλος, Κορσική, Σικελία), χαρακτηρίζεται ως μη ισορροπημένη, εξαιτίας της απουσίας των σαρκοφάγων ζώων. Στην Κύπρο το μοναδικό σαρκοφάγο ζώο του Πλειστοκαίνου είναι ένα είδος Μοσχογαλής (Geneta plesictοides). Μικρό σαρκοφάγο σε μέγεθος μικρότερο από γάτα, που τρεφόταν με έντομα, σαύρες, πουλιά και τρωκτικά. Τα φυτοφάγα ζώα είναι εξαίρετοι κολυμβητές, σε αντίθεση με τα μεγάλα σαρκοφάγα.

Η πάροδος των χρόνων και η απουσία μεγάλων αρπαχτικών ζώων που θα κρατούσαν τις ισορροπίες, είχε ως αποτέλεσμα τον ανεξέλεγκτο υπερπληθυσμό των ζώων αυτών που άρχισαν να αντιμετωπίζουν έλλειψη τροφής. Το αποτέλεσμα ήταν να ενεργοποιηθεί στα ζώα ένας βιολογικός μηχανισμός που είχε ως αποτέλεσμα τα ζώα να μικρύνουν δραματικά, και αυτό ονομάζεται νησιώτικος νανισμός. Αιτίες του νανισμού και του γιγαντισμού στα νησιώτικα οικοσυστήματα είναι η μικρή έκταση των νησιών σε σχέση με τις ηπειρωτικές περιοχές, οι μειωμένες πηγές τροφής λόγο υπερπληθυσμού, η απουσία εχθρών (θηρευτών), η μείωση της γονιδιακής δεξαμενής και η ενδογαμία.

Δόντια νάνου ελέφαντα 

Μήκος μέχρι 1,5 μέτρο
Οι κυπριακοί ελέφαντες και οι ιπποπόταμοι των μερικών τόνων σε βάρος μετά την επίδραση του νανισμού είχαν μήκος μέχρι 1,5 μέτρο και 75 εκατοστά ύψος και με βάρος περίπου 200 με 250 κιλά. Το μικρό μέγεθος, τους έδωσε μεγαλύτερη ευκινησία και προσαρμοστικότητα στο σχετικά ορεινό και ημιορεινό κυπριακό περιβάλλον και στις περιορισμένες πηγές τροφής. Ακόμα ένα θαύμα της φύσης και τις εξέλιξης των ειδών. Ο μόνος σκοπός του νανισμού ήταν η επιβίωση των ζώων και η διαιώνιση του είδους.

Με την πάροδο των χιλιάδων χρόνων και λόγω της απομόνωσης τους στο νησιώτικο περιβάλλον, τα ζώα αυτά εξελιχθήκαν σε ενδημικά ζώα της Κύπρου, και όταν λέμε ενδημικά ζώα της Κύπρου σημάνει ότι αυτά τα ζώα ζούσαν στην Κύπρο και πουθενά αλλού στον κόσμο. Η πρώτη αναφορά για την ύπαρξη των ζώων αυτών στην Κύπρο έγινε από την βρετανίδα παλαιοντολόγο Ροδοθεα Μπέιτς το 1903. Μέχρι στιγμής έχουν αναφερθεί στην Κύπρο περίπου 40 θέσεις με οστά νάνων ιπποπόταμων και νάνων ελεφάντων με συντριπτική πλειοψηφία τα οστά των ιπποπόταμων. Μερικές από τις κυριότερες θέσεις εύρεσης απολιθωμάτων των ζώων αυτών είναι μια παραλιακή περιοχή στην κατεχόμενη Ακανθού, η περιοχή Δρακοντοβούναρο στον κατεχόμενο Κορμακίτη, η θέση στο κατεχόμενο χωριό Λιβερά, ο Βουκουλόσπηλιος στο κατεχόμενο χωριό Δίκωμο, η θέση στον κατεχόμενο Άγιο Γεώργιο Κερύνειας, η θέση στο Ακρωτήρι, Ξυλοφάγου, Αγία Νάπα και Χλώρακα. Όλες αυτές οι θέσεις ήταν τότε σπήλαιά τα οποία τώρα έχουν καταρρεύσει και τα οστά που βρίσκονται εκεί είναι από εκατοντάδες ζώα. Τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι πίστευαν ότι τα κόκαλα αυτά ανήκαν σε αγίους που μόνασαν στα σπήλαια αυτά και έκτιζαν μάλιστα και εκκλησίες που υπάρχουν και σήμερα. Προπολεμικά στην θέση στον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας που έκτισαν και την εκκλησιά του Άγιου Φανουρίου οι άνθρωποι πήγαιναν και έπιαναν τα κόκκαλα των ιπποπόταμων τα κονιορτοποιούσαν και τα έτρωγαν πιστεύοντας ότι έχουν θεραπευτικές ιδιότητες.

Δόντια νάνου ιπποπόταμου 

Περιοχή Ξυλοφάγου
Ένας πολύ σημαντικός χώρος με οστά είναι αυτός που βρίσκετε στην παραλιακή περιοχή Ξυλοφάγου. Στην περιοχή αυτή έχουν βρεθεί οστά ιπποπόταμων, ελεφάντων, μοσχογαλής , αρπακτικών πουλιών , χελώνας γλυκού νερού και χελώνας ξηράς. Μετά από προσωπικές μου εκτιμήσεις ο χώρος αυτός δεν συνδέεται  με παρουσία ανθρώπου καθώς φαίνεται να είναι πέραν των 100.000 χρονών δηλαδή πολύ πριν την παρουσία των ανθρώπων στο νησί. Το σημαντικό του χώρου αυτού είναι ότι τα οστά των ελεφάντων είναι πολύ πιο πολλά από αυτά των ιπποπόταμων. Τα οστά των ελεφάντων είναι σπάνια και πάντα υπερτερούσαν κατά πολύ τα οστά των ιπποπόταμων ενώ εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Πολύ πιθανόν ο χώρος αυτός να ήταν μια μεγάλη λίμνη όπου τα ζώα αυτά να κατέφευγαν εκεί για να πιούν νερό. Τους καλοκαιρινούς μήνες το νερό συρρικνωνόταν και τα ζώα στην προσπάθεια τους να φτάσουν στο νερό να κολλούσαν στην λάσπη με αποτέλεσμα τον θάνατο τους. Ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι χαυλιόδοντες , τα δόντια και τα οστά των ελεφάντων που βρέθηκαν εκεί. Τα νέα ευρήματα των ελεφάντων επιβεβαιώνουν ότι ο Elephas sp. είναι διαφορετικό είδος από τον E. cypriotes. Το μέγεθός του είναι πάλι Νάνας μορφής (600 κιλά) αλλά κατά πολύ μεγαλύτερο από τον Elephas cypriotes (200 κιλά). Ποια όμως η σχέση του με τον E. cypriotes; Αποτελεί προγονική του μορφή ή όχι; Αν αποτελεί προγονική μορφή του E. cypriotes τότε είναι ο συνδετικός (ενδιάμεσος) κρίκος που συνδέει τα μεγαλόσωμα ζώα με τα νάνα ζώα, αλλά τα οστά των πρώτων μεγαλόσωμων ζώων με βάρος μερικούς τόνους δεν έχουν βρεθεί ακόμα, που είναι; Ποια είναι η ακριβή ηλικία των ευρημάτων; Χρονολογήσεις για τον E. cypriotes έχουν δείξει ηλικία των ευρημάτων Ανώτερο Πλειστόκαινο. Η όλη υπόθεση χρίζει επιστημονικής μελέτης και ελπίζουμε σύντομα να έχουμε τα επιστημονικά πορίσματα που θα δώσουν φως σε ακόμα ένα κομμάτι τις προϊστορίας του τόπου μας.

Σύγκριση ανθρώπου με νάνο ιπποπόταμο και ελέφαντα. 

Ζούσαν αποκλειστικά από το κυνήγι και τη φύση
Τα ζώα αυτά έζησαν ανενόχλητα στην Κύπρο για χιλιάδες χρόνια μέχρι που οι πρώτοι νεολιθικοί άνθρωποι (Homo sapiens) άρχισαν να έρχονται και να εποικούν το νησί από τις γειτονικές χώρες περίπου πριν 12 χιλιάδες χρόνια (αρχή νεολιθικής περιόδου). Οι Homo sapiens (εμείς) πρωτοεμφανίστηκαν στην αφρικανική ήπειρο πριν 200.000 χρόνια και σιγά σιγά κατέκτησαν και εποίκισαν όλες τις ηπείρους του πλανήτη μας εκτοπίζοντας και αφανίζοντας όλα τα άλλα είδη (του γένους Homo) ανθρώπων.

Οι άνθρωποι τότε ήταν κυνηγοί τροφοσυλέκτες, δηλαδή ζούσαν αποκλειστικά από το Κυνήγι και την φύση και πιθανόν να κυνήγησαν τα ζώα αυτά μέχρι τελικού αφανισμού, αν και αυτό δεν έχει ακόμα αποδειχθεί επιστημονικά αλλά η εξαφάνιση των ζώων αυτών συμπίπτει χρονολογικά με την άφιξη των πρώτων ανθρώπων στο νησί.

Χαυλιόδοντας νάνου ελέφαντα 

Με την πάροδο των αιώνων οι νεολιθικοί άνθρωποι πλήθαιναν στο νησί και η φύση δεν μπορούσε πλέον να τους εξασφαλίζει τροφή οπόταν άρχισαν τις πρώτες καλλιέργειες εξημερωμένων φυτών, έφερε επίσης από τις γειτονικές χώρες με σχεδίες διάφορα είδη ζώων για εκτροφή. Τα ζώα αυτά είναι ένα είδος άγριας αγελάδας , αίγαγρος, πρόβατο , χοίρος , αλεπού , αγρινό , και το ελάφι Dama mesopotamica. Πολύ αργότερα έφεραν και τους γάτους που τους είχαν ως κατοικίδια και πολύ πιθανόν να τους είχαν για να τρώνε τα τρωκτικά που τους κατέστρεφαν τις σοδιές. Έφεραν επίσης και το άλογο που αποτέλεσε σταθμό για τους νεολιθικούς ανθρώπους που το χρησιμοποιούσαν για μετακίνηση και μεταφορά αγαθών.

Σύγκριση των δύο ειδών νάνων ελεφάντων με κανονικό ελέφαντα και άνθρωπο. 

Μερικά από αυτά τα ζώα είχαν ξεφύγει από τον άνθρωπο και επανήλθαν στην άγρια τους κατάσταση. Τα ζώα αυτά είναι το αγρινό και η αλεπού τα όποια υπάρχουν και σήμερα. Επίσης ένα από αυτά είναι και το κόκκινο ελάφι (Dama mesopotamica) το όποιο υπήρχε στο νησί και εξαφανίστηκε πριν 500 χρόνια λόγω ανελέητου κυνηγιού. Ένα παράδειγμα που μας δείχνει ότι η κακή διαχείριση και το αλόγιστο κυνήγι έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή και την εξαφάνιση πολλών ειδών για πάντα.

Πρέπει να προστατεύσουμε την πανίδα και χλωρίδα του τόπου μας για να μπορούμε να την χαιρόμαστε για πάντα και φυσικά η γνώση και η κατανόηση των λαθών του παρελθόντος θα αποτελέσει την επιβίωση μας και την συνέχεια μας στο μέλλον.

Χρόνια πολλά και ευτυχισμένο το νέο έτος 2018!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου γεννήθηκε το 1960 στη Λευκωσία και είναι φυσιοδίφης ερευνητής της κυπριακής βιοποικιλότητας. Φωτογράφος και κινηματογραφιστής αγρίας ζωής και πρόεδρος του συνδέσμου προστασίας φυσικής κληρονομίας και βιοποικιλότητας της Κύπρου. Με ακούραστη δράση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσον αφορά το περιβάλλον και την βιοποικιλότητα του τόπου μας.



Saturday 30 December 2017

Striped red mullet or surmullet - Mullus surmuletus Linnaeus, 1758- Cyprus


The striped red mullet or surmullet (Mullus surmuletus) is a species of goatfish found in the Mediterranean Sea, eastern North Atlantic Ocean, and the Black Sea. They can be found in water as shallow as 5 metres (16 ft) or as deep as 409 metres (1,342 ft) depending upon the portion of their range that they are in. This species can reach a length of 40 centimetres (16 in) SL though most are only around 25 centimetres (9.8 in). The greatest recorded weight for this species is 1 kilogram (2.2 lb). This is a commercially important species and is also sought after as a game fish.

Mullus barbatus and it are commonly called "red mullets" and often are not distinguished, though they can be told apart by the striped first dorsal fin of M. surmuletus.

Despite its English name, the striped red mullet, of the goatfish family Mullidae, is only very distantly related to the grey mullet and other species called "mullet", classified in a different family of the order Perciformes.
From https://en.wikipedia.org/wiki/Striped_red_mullet

Underwater photos by  Costas Constantinou

Το μπαρμπούνι (τρίγλη η μυστακοφόρος, παλαιότερα trigla barbatus, αναφέρεται ως Mullus surmuletus) είναι είδος ακανθοπτέρυγου ψαριού του γένους Τρίγλη (Trigla) της οικογενείας των τριγλιδών (Triglidae). Το μήκος του μπαρμπουνιού φθάνει τα 35 εκατοστά. Έχει χρώμα ερυθρωπό, βαθύτερο στη ράχη και ασημέρυθρο στην κοιλιά, καλύπτεται δε από πολλά μικρά λέπια ωοειδούς σχήματος. Τα στηθαία πτερύγια φέρουν τρεις άκανθες το καθένα, με τις οποίες το μπαρμπούνι ανασκάπτει την άμμο του βυθού για την αναζήτηση τροφής.

Το κεφάλι έχει κυβικό σχήμα και φέρει μεγάλο στόμα με μικρά πολυπληθή δόντια και στις δύο σιαγόνες, ενώ το ρύγχος είναι επιμηκυσμένο και στο άκρο φέρει τριχοειδείς άκανθες (οι οποίες λαϊκά αποκαλούνται "μουστάκια", απ' όπου και το όνομά του). Το σώμα είναι επίμηκες και καταλήγει σε τέσσερις επιμήκεις άκανθες.

Το μπαρμπούνι ζει σε πολλές θάλασσες των ευκράτων περιοχών του πλανήτη (και στις ελληνικές), κυρίως μέσα σε συμπλέγματα φυκών (φυκιάδες), ή σε αμμώδεις - ιλυώδεις βυθούς, όπου και αναζητά την τροφή του, την οποία αποτελούν διάφορα μικρά μαλάκια. Είναι περιζήτητο αλίευμα για τη τρυφερή και νόστιμη σάρκα του.

Παραλλαγή του μπαρμπουνιού είναι η κουτσομούρα (Mullus barbatus), η οποία διαφέρει από το μπαρμπούνι στο χρώμα (είναι περισσότερο ανοικτόχρωμη), στο σχήμα του ρύγχους (στο άκρο του είναι περισσότερο "κοφτό", απ' όπου και το όνομά της) και στο ότι δεν φέρει εμφανές "μουστάκι".

Στο γένος Τρίγλη περιλαμβάνονται, ανάμεσα σε άλλα, τα εξής είδη:

Τρίγλη η χελιδόνα (Trigla hirundo, κοινώς χελιδονόψαρο)
Τρίγλη η λύρα (Trigla lyra)

Τρίγλη η χρυσόπτερος (Trigla surweletus)

Αναφέρεται ως τρίγλη ή τρύγλη στην αρχαία Ελληνική γραμματεία. Εθεωρείτο βρώμικο ψάρι που κατά τον Αιλιανό έτρωγε ακόμα και νεκρούς ανθρώπους. Απαγορευόταν η βρώση τρίγλης στα ιερά της Ελευσίνας και της Ήρας στο Άργος, ενώ συνδεόταν μυθολογικά με την Εκάτη και την Άρτεμη. Επίσης απαγορευόταν η κατανάλωσή της (όπως και άλλων ειδών ψαριών) κατά τους Πυθαγόρειους
From https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CE%B9

Thursday 28 December 2017

Etruscan pygmy shrew, White-toothed pygmy shrew or the Etruscan shrew - Suncus etruscus (Savi, 1822) - Νανομυγαλή - Cyprus

See also

Λίστα των θηλαστικών της Κύπρου - List of mammals of Cyprus



Το μικρότερο θηλαστικό σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ζυγίζει μόνο 1.8 γραμμάρια και το μήκος του φτάνει από 4 έως 5 πόντους. Είναι το μόνο θηλαστικό της Κύπρου που δεν κατάφερα να δω ποτέ ζωντανό. Πρόκειται για εντομοφάγο ζώο με κρυπτική συμπεριφορά και ελάχιστοι το έχουν δει ζωντανό στην Κύπρο


Family:Soricidae

The Etruscan shrew (Suncus etruscus), also known as the Etruscan pygmy shrew or the white-toothed pygmy shrew is the smallest known mammal by mass, weighing only about 1.8 grams (0.063 oz) on average (The bumblebee bat is regarded as the smallest mammal by skull size and body length).

The Etruscan shrew has a body length of about 4 centimetres (1.6 in) excluding the tail. It is characterized by very rapid movements and a fast metabolism, eating about 1.5–2 times its own body weight per day. It feeds on various small vertebrates and invertebrates, mostly insects, and can hunt individuals of the same size as itself. These shrews prefer warm and damp climates and are widely distributed in the belt between 10° and 30°N latitude stretching from Europe and North Africa up to Malaysia. They are also found in the Maltese islands, situated in the middle of the Mediterranean sea. Although widespread and not threatened overall, they are generally uncommon and are endangered in some countries.

The Etruscan shrew has a slender (not truncated) body, with a length between 3 and 5.2 cm (1.2 and 2.0 in) excluding the tail, which adds another 2.4 to 3.2 cm (0.94 to 1.26 in). The body mass varies between 1.3 g (0.046 oz) and 2.5 g (0.088 oz) and is usually about 1.8 g (0.063 oz). In comparison, the related Greater White-toothed Shrew can be twice as long and weighs four to five times more. The head is relatively large, with a long, mobile proboscis, and the hind limbs are relatively small. The ears are relatively large and protuberant. The Etruscan shrew has a very fast heart beating rate, up to 1511 beats/min (25 beats/s) and a relatively large heart muscle mass, 1.2% of body weight. The fur color on the back and sides is pale brown, but is light gray on the stomach. The fur becomes denser and thicker from fall through the winter. The shrew usually has 30 teeth, but the 4th upper intermediate tooth is very small (rudimentary), and is absent in some individuals. Near the mouth grow a dense array of short whiskers, which the shrew actively uses to search for prey, especially in the night. Dimorphism in body features between males and females is absent

Etruscan shrews live alone, except during mating periods. Their lifespan is estimated at typically around two years, but with a large uncertainty. They protect their territories by making chirping noises and signs of aggressiveness. They tend to groom themselves constantly when not eating, and are always moving when awake and not hiding. The hiding periods are short, and typically last less than half an hour. Clicking sounds are heard when these shrews are moving, which cease when they rest. The shrews are more active during the night when they make long trips; during the day, they stay near the nest or in a hiding place. They reach their maximum level of activity at dawn.

The movements of the Etruscan shrew are rapid, with a rate of about 780 min−1 (13 s−1). In cold seasons and during shortages of food, the shrews lower their body temperatures down to about 12 °C (54 °F) and enter a state of temporary hibernation to reduce energy consumption. Recovery from this state is accompanied by shivering with the frequency of about 3500 min−1 (58 s−1). This induces heating, with the rate up to 0.83 °C/min, which is among the highest values recorded in mammals; the heart rate increases exponentially with time from 100 to 800–1200 beats/min, and the respiratory rate rises linearly from 50 to 600–800 beats/min.

Etruscan shrews mate primarily from March to October, though they can be pregnant at any time of the year. Pairs usually form in the spring and may tolerate each other and their young for some time at the nest. The gestation period is 27–28 days, and they have 2–6 cubs per litter. Cubs are born naked and blind, weighing only 0.2 g (0.0071 oz). After their eyes open at 14 to 16 days old, they mature quickly. The mother usually moves the young when they are 9 to 10 days old and if disturbed leads them by caravanning them to a new location. The young Etruscan shrews are weaned at 20 days old. By three to four weeks of age, the young are independent and are soon sexually mature

The Etruscan shrew inhabits a belt extending between 10° and 40°N latitude across Eurasia. In Southern Europe, it has been found in Albania, Bosnia and Herzegovina, Bulgaria, Croatia, Cyprus, France, Macedonia, Malta, Montenegro, Greece, Italy, Portugal, Slovenia, Spain, and Turkey, with unconfirmed reports in Andorra, Gibraltar and Monaco; it has been introduced by humans to some European islands, such as Canary Islands.

The shrew also occurs in North Africa (Algeria, Egypt, Libya, Morocco, Tunisia) and around Arabian Peninsula (Bahrain, Israel, Jordan, Lebanon, Oman, Syria, and Yemen including Socotra). In Asia, it was observed in Afghanistan, Azerbaijan, Bhutan, China (Gengma County only), Burma, Georgia, India, Iran, Iraq, Kazakhstan, Laos, Malaysia (Malaysian part of Borneo island), Nepal, Pakistan, Philippines, Sri Lanka, Tajikistan, Thailand, Turkey, Turkmenistan and Vietnam. There are unconfirmed reports of the Etruscan shrew in West and East Africa (Guinea, Nigeria, Ethiopia) and in Armenia, Brunei, Indonesia, Kuwait and Uzbekistan.

Overall the species is widespread and not threatened, but its density is generally lower than of the other shrews living in the area. In some regions it is rare, especially in Azerbaijan, Georgia (included into the Red Book), Jordan and Kazakhstan (Red Book).

The Etruscan shrew favors warm and damp habitats covered with shrubs, which it uses to hide from predators. Areas where open terrain such as grasslands and scrub meet deciduous forests are usually inhabited. It can be found at sea level but is usually confined to the foothills and lower belts of mountain ranges, though has been found up to 3,000 m (9,800 ft) above sea level.[9] It colonizes riparian thickets along the banks of lakes and rivers, as well as human-cultivated areas (abandoned gardens, orchards, vineyards, olive groves and edges of fields). The shrew, however, avoids intensively cultivated areas, as well as dense forests and sand dunes. It is poorly adapted to digging burrows, so arranges its nests in various natural shelters, crevices and others' uninhabited burrows. They frequent rocks, boulders, stone walls and ruins, darting quickly in and out between them

Because of its high ratio of surface area to body volume, the Etruscan shrew has an extremely fast metabolism and must eat 1.5–2.0 times its body weight in food per day. It feeds mostly on various invertebrates, including insects, larvae and earthworms, as well as the young of amphibians, lizards and rodents, and can hunt prey of nearly the same body size as itself. It prefers species with a soft, thin exoskeleton, so it avoids ants when given a choice. Grasshoppers, where common, are often regular prey. It kills large prey by a bite to the head and eats it immediately, but takes small insects back to its nest. When hunting, the Etruscan shrew mostly relies on its sense of touch rather than vision, and may even run into its food at night.

The largest threat to Etruscan shrews originates from human activities, particularly destruction of their nesting grounds and habitats as a result of farming. Etruscan shrews are also sensitive to weather changes, such as cold winters and dry periods. Major predators are birds of prey, especially owls.
From https://en.wikipedia.org/wiki/Etruscan_shrew

Photos by George Konstantinou



Common prawn - Palaemon serratus - Cyprus


Family: Palaemonidae

Palaemon serratus, also called the common prawn, is a species of shrimp found in the Atlantic Ocean from Denmark to Mauritania, and in the Mediterranean Sea and Black Sea

Individuals live for 3–5 years in groups in rocky crevices at depths of up to 40 metres (130 ft). Females grow faster than males, and the population is highly seasonal, with a pronounced peak in the autumn. They are preyed upon by a variety of fish, including species of Mullidae, Moronidae, Sparidae and Batrachoididae

P. serratus may be distinguished from other species of shrimp by the rostrum, which curves upwards, is bifurcated at the tip and has 6–7 along its upper edge, and 4–5 teeth on the lower edge. Other speciesmay have a slightly curved rostrum, but then the teeth on its dorsal surface continue into the distal third, which is untoothed in P. serratus. P. serratus is pinkish brown, with reddish patterns, and is typically 100 millimetres (3.9 in) long, making it the largest of the native shrimp and prawns around the British Isles.

P. serratus is one of the few invertebrates to have its hearing studied in detail; it is sensitive to frequencies between 100 Hz and 3 kHz, with an acuity similar to that of generalist fish. While the hearing range of a P. serratus individual changes as it grows, all are capable of hearing tones at 500 Hz

A small commercial fishery exists for P. serratus on the west coast of Great Britain, chiefly in West Wales (Cemaes Head to the Llŷn Peninsula), but extending increasingly far north to include parts of Scotland. In Ireland, fishing for P. serratus began at Baltimore, County Cork in the 1970s and subsequently expanded. A peak landing of 548 t was recorded in 1999, and four counties account for over 90% of the catch — Galway, Kerry, Cork and Waterford. There is now concern that the current levels of exploitation may represent overfishing, and measures are being considered to limit the catch, such as a minimum landing size.
From https://en.wikipedia.org/wiki/Palaemon_serratus

Underwater photos by Kostas Aristeidou