Translate

Showing posts with label Villages of Cyprus. Show all posts
Showing posts with label Villages of Cyprus. Show all posts

Monday 2 October 2023

Το κατεχόμενο χωριό Βασίλι της επαρχίας Αμμοχώστου - Vasili village - Cyprus

See also

Εκκλησία Άγιος Βασίλειος στο κατεχόμενο χωριό Βασίλι της επαρχίας Αμμοχώστου - Saint Vasilios Church in the village of Vasili


Κατεχόμενο σήμερα χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου, στη γεωγραφική περιφέρεια της Καρπασίας, ένα περίπου χμ. στα ανατολικά του Λεοναρίσσου. Είναι τοποθετημένο σε μια πλαγιά με ανεπαίσθητη κλίση προς τα νότια, σ' ένα υψόμετρο 130 μ. πάνω από τη θάλασσα, στο μέσο μεταξύ της βόρειας και νότιας θάλασσας του βραχίονα της Καρπασίας.

Στην περιοχή του χωριού υπάρχει αδιερεύνητος αρχαιολογικός χώρος που, σύμφωνα προς τις ενδείξεις και επιφανειακές παρατηρήσεις, εκτείνεται από το νότιο – νοτιοανατολικό άκρο του χωριού προς την κοιλάδα χαμηλότερα και προς τη θάλασσα. Στην τοποθεσία «Μαζερή», νοτιοανατολικά του χωριού, υπάρχουν υπόγειοι λαξευτοί τάφοι. Τάφοι υπάρχουν επίσης στα κράσπεδα του χωριού. Προφανώς στην περιοχή υπήρχε αρχαίος οικισμός που άκμασε σε διάφορες εποχές, από τα Προϊστορικά χρόνια μέχρι και τα Ελληνιστικά.

Στα νοτιοανατολικά του χωριού εκτείνεται μία από τις ωραιότερες αμμώδεις παραλίες, που είναι γνωστή ως «Λούματα» διότι σε παλαιότερες εποχές οι βοσκοί έλουζαν εκεί τα κοπάδια τους. Στους αμμόλοφους ευδοκιμούν τα κρίνα του γιαλού και άλλα είδη της κυπριακής χλωρίδας.

Τα πετρώματα και γενικά το ανάγλυφο, λόγω του αντικλίνου της Καρπασίας, έχουν Δ.- Α. κατεύθυνση. Τα κυριότερα πετρώματα του χωριού είναι οι ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, οι μάργες, οι κρητίδες και οι ψαμμίτες που πάνω τους αναπτύχθηκαν ξερορεντζίνες και τέρρα ρόζα. Με μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 450 χιλιοστόμετρα καλλιεργούνταν, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, σιτηρά, χαρουπιές, ελιές, καπνός και λίγα εσπεριδοειδή. Το χωριό, εκτός από μια σημαντική έκταση ακαλλιέργητης γης, διαθέτει και μερικές δεκάδες σκάλες αρδευόμενης γης. Όσον αφορά την κτηνοτροφία, πριν από την εισβολή, εκτρέφονταν στο χωριό 672 πρόβατα και 111 κατσίκες.

Το χωριό γνώρισε πληθυσμιακή αύξηση μέχρι το 1946. Από  τότε ξεκίνησε η σταδιακή μείωση. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

Χρονολογία Κάτοικοι

1881 183 

1891 227 

1901 277 

1911 324 

1921 336 (308 Ελληνοκύπριοι και 28 Τουρκοκύπριοι)

1931 358 (331 Ελληνοκύπριοι και 27 Τουρκοκύπριοι)

1946 471 (421 Ελληνοκύπριοι και 50 Τουρκοκύπριοι)

1960 391 (όλοι Ελληνοκύπριοι)

1973 362 

 Μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή τον Αύγουστο του 1974, στο χωριό παρέμειναν εγκλωβισμένοι οι περισσότεροι κάτοικοί του. Ο αριθμός τους ανερχόταν στους 260 τον Οκτώβριο του 1975. Το 1976 λειτούργησε για σύντομο διάστημα το δημοτικό σχολείο του γειτονικού Λεοναρίσσου, όπου φοίτησαν και παιδιά εγκλωβισμένων από το Βασίλι. Οι κάτοικοι όμως του χωριού εκδιώκονταν με γοργό ρυθμό από τους εισβολείς και προσφυγοποιούνταν στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου. Τον Αύγουστο του 1976 παρέμειναν μόνο 30 κάτοικοι του χωριού, ενώ μέχρι τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου εκδιώχθηκαν όλοι.

Στο χωριό κατοίκησαν Τουρκοκύπριοι και, κυρίως, Τούρκοι έποικοι από τη Μικρά Ασία. Πρόσφατες πληροφορίες αναφέρουν ότι η εκκλησία του χωριού μετετράπη σε τζαμί. Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να τουρκοποιήσουν όλα τα τοπωνύμια των κατεχομένων περιοχών της Κύπρου, μετονόμασαν και το Βασίλι σε Gelinçik, που σημαίνει παπαρούνα.

Το χωριό συνδέεται με το Λεονάρισσο στα Δ. και με τη Λυθράγκωμη και τον Βαθύλακα στα ΒΑ.

Σύμφωνα με τον ντε Μας Λατρί το Βασίλι υπήρξε φέουδο κατά τη Λουζινιανο - βενετική περίοδο και ανήκε στον Antonio de Bon.

Ο Τζέφρυ δεν βρήκε τίποτε το ενδιαφέρον στο χωριό με τα κατεσπαρμένα σπίτια του, όμως παρατήρησε πως η γειτνίασή του με το Λεονάρισσο «κάνει τα δυο χωριά να εμφανίζονται ως ένα». Τα ίδια περίπου αναφέρει και ο Γ.Σ. Φραγκούδης ο οποίος όμως ονομάζει τον οικισμό Άγιο Βασίλειο: «Μίαν ὣραν μετά ταῦτα ἀπαντῶμεν τό Λεονάρισσον, ὃπερ μετά τοῦ πλησίον Ἁγίου Βασιλείου ἀποτελεῖ σχεδόν μίαν καί τήν αὐτήν κώμην.»

Το χωριό βρίσκεται σημειωμένο και σε χειρόγραφο της περιόδου της Βενετοκρατίας, ως Vasili, και περιλαμβάνεται μεταξύ των χωριών που ανήκαν διοικητικά στο διαμέρισμα της Καρπασίας. Σε χάρτη της περιόδου της Βενετοκρατίας σημειώνεται ως Suasili. Προφανώς πρόκειται για λάθος, όπου το γράμμα u αντικατέστησε το γράμμα ν. Συνεπώς Svasili (= S. Vasili, Άγιος Βασίλης). Τούτο λύνει και το ζήτημα της ονομασίας του χωριού, που αποδεικνύεται ότι έφερε το όνομα του αγίου Βασιλείου. Η ονομασία του χωριού είναι σαφώς αγιολογική, γι' αυτό και η ίδρυσή του πρέπει να τοποθετηθεί στα Βυζαντινά χρόνια. Πηγή Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Photos 18/9/2023 by George Konstantinou






Το κατεχόμενο χωριό Λυθράγκωμη της επαρχίας Αμμοχώστου - Lithragkomi village - Cyprus

See also

Εκκλησία της Παναγίας της Κανακαριάς στην Λυθράγκωμη - Panayia Kanakaria church in Lythrangomi village 

Μεικτό χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου, στη χερσόνησο της Καρπασίας, περί τα 56 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης της Αμμοχώστου. Βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου.

Η Λυθράγκωμη είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 150 μέτρων. Το υψόμετρο από τα 215 μέτρα στα βόρεια του χωριού πέφτει στα 150 μέτρα κοντά στον οικισμό και μειώνεται συνεχώς προς τα νότια μέχρι τη θάλασσα, η οποία περιβρέχει το νοτιότερό του τμήμα.

Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκωσίας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, κροκάλες και ψαμμιτικές μάργες), οι προσχώσεις των αναβαθμίδων, οι αποθέσεις του σχηματισμού Αθαλάσσας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες και άμμοι), ο φλύσχης της Κυθρέας, οι αποθέσεις του σχηματισμού Πάχνας (κρητίδες, μάργες και ψαμμίτες), και οι γύψοι του σχηματισμού Καλαβασού. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ξερορεντζίνες, καφκάλλες, τέρρα ρόζα και αιολικά (ανεμογενή) εδάφη.

Η Λυθράγκωμη δέχεται μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 450 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή της καλλιεργούνταν, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά, οι ελιές, οι χαρουπιές και ο καπνός. Υπάρχουν επίσης αρκετές ακαλλιέργητες εκτάσεις όπου φυτρώνει άγρια φυσική βλάστηση, κυρίως πεύκα, αόρατοι, αγριοελιές, αγριοτερατσ΄ιές, ξισταρκές, μαζ΄ιά, σχινιές και λασμαρίν. Μεγάλο μέρος της διοικητικής έκτασης του χωριού καταλαμβάνεται από τα κρατικά δάση Καβάλλης, Μαζερή και Μούττη του Μύλου. Από κτηνοτροφικής απόψεως, το 1973 εκτρέφονταν 668 πρόβατα, 62 κατσίκες, 16 βόδια και 1.000 πουλερικά.

Η Λυθράγκωμη συνδέεται οδικά στα βορειοανατολικά με το χωριό Βαθύλακας (περί τα 2 χμ.) και στα νοτιοδυτικά με το χωριό Βασίλι (περί το 1,5 χμ.).

Το χωριό γνώρισε πληθυσμιακές αυξομειώσεις. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

Χρονολογία Κάτοικοι

1881 194 

1891 193 

1901 191 

1911 254 

1921 303 

1931 320 

1946 369 (259 Ελληνοκύπριοι και 110 Τουρκοκύπριοι) 

1960 275 (170 Ελληνοκύπριοι και 105 Τουρκοκύπριοι) 

1973 277 (195 Ελληνοκύπριοι και 82 Τουρκοκύπριοι) 

 Το χωριό διασώζει αρχαία ονομασία οικισμού που βρισκόταν στην περιοχή του και ονομαζόταν Ερυθρά*. Από τις λέξεις Ερυθρά κώμη προήλθε η ονομασία Ερυθράγκωμη - Ρυθράγκωμη - Λυθράγκωμη.

Με την ονομασία Ερυθρά κώμη αναφέρεται οικισμός επί ημερών του αγίου Σπυρίδωνος (4ος μ.Χ. αιώνας), όπου ο άγιος είχε μεταβεί και προσευχηθεί σε ναό που υφίστατο εκεί. Όπως μάλιστα σημειώνεται στον Βίο του αγίου Σπυρίδωνος, η κώμη αυτή βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία της τότε πρωτεύουσας του νησιού Κωνσταντίας (Σαλαμίνος):

 Κώμη τις ἔστιν Ἐρυθρά καλουμένη ὑπό Κωνσταντίαν τήν μητρόπολιν τελοῦσα, ὡς ἀπό σημείων τριάκοντα διακειμένη τῆς φιλοχρίστου λαμπρᾶς μητροπόλεως˙ ἐν ᾖ χρείας τινός ἓνεκα ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων [=ο άγιος Σπυρίδων] παραγενόμενος εἰσῆλθεν ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ  ἐκκλησίᾳ προσεύξασθαι...

Σχετικά με την επίσκεψη του αγίου Σπυρίδωνος στη Λυθράγκωμη, εξακολουθεί να επιζεί τοπική παράδοση που αναφέρει κι ένα θαύμα του αγίου εκεί: Επειδή ήταν ανομβρία, οι κάτοικοι της περιοχής παρακάλεσαν τον άγιο Σπυρίδωνα να θέσει τέρμα σ’ αυτήν. Έγινε τότε ολονυκτία κι άρχισαν να ψάλλονται προσευχές στην εκκλησία, οπότε ο διάκος άρχισε μια προσευχή που δεν τέλειωνε. Θύμωσε τότε ο άγιος Σπυρίδων και έκαμε τον διάκο άλαλο μέχρι το πρωί.

Ο Αθανάσιος Σακελλάριος υποθέτει ότι στην περιοχή της Λυθράγκωμης βρισκόταν η αναφερόμενη σε αρχαίες πηγές πόλη Άκρα* (την αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος), προσθέτοντας ότι εκεί υπάρχουν πολλά ἀρχαῖα ἐρείπια καλούμενα Ἄκρη (Τά Κυπριακά, τ. Α΄, 1890, σσ. 166-7). Άλλοι όμως θεωρούν πιθανότερο ότι η πόλη αυτή βρισκόταν κάπου μεταξύ Λεμεσού και Πάφου. Πάντως στην περιοχή υπάρχουν πράγματι αρκετά αρχαία κατάλοιπα τόσο των Προϊστορικών όσο και των Ιστορικών χρόνων, που αποδεικνύουν κατοίκησή της ήδη από τη Νεολιθική περίοδο. Όσο για την περιοχή που ο Σακελλάριος γράφει ότι ονομάζεται Άκρη, αυτή λέγεται στην πραγματικότητα Ακράδες (μεταξύ εκκλησίας Παναγίας Κανακαρίας και Αγίου Ανδρονίκου) και πιθανώς σχετίζεται με την περιοχή που ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς αποκαλεί Ακροτίκη˙ στην περιοχή αυτή ίσως βρισκόταν άλλος αρχαίος οικισμός, οι Ακράγαντες.

Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια, στην περίοδο της Φραγκοκρατίας, το χωριό ήταν φέουδο που περιλαμβανόταν σε εκείνα που αποτελούσαν βασιλικά κτήματα, σύμφωνα προς τον ντε Μας Λατρί που το μνημονεύει ως Lithrangomi. Εξάλλου σε παλαιούς χάρτες το χωριό βρίσκεται σημειωμένο και ως Setracomi.

Σημαντικότατο μνημείο της Λυθράγκωμης, των Βυζαντινών χρόνων, είναι η εκκλησία της Παναγίας Κανακαρίας (Κανακαρκάς), ιδιαίτερα γνωστής για τα περίφημα ψηφιδωτά της που αποτελούν και το αρχαιότερο τμήμα της (χρονολογούμενα στον 6ο αιώνα). Δυστυχώς τα ανεκτίμητα αυτά ψηφιδωτά καταστράφηκαν από τους Τούρκους. 

Μετά την τουρκική εισβολή του καλοκαιριού του 1974 και την κατάληψη του βορείου τμήματος της Κύπρου, οι περισσότεροι από τους Έλληνες κατοίκους της Λυθράγκωμης βρέθηκαν να είναι εγκλωβισμένοι στο χωριό τους. Τον Οκτώβριο του 1975 ο αριθμός των εγκλωβισμένων ανερχόταν στους 150, αλλά κι αυτοί πιέζονταν συνεχώς να προσφυγοποιηθούν στις ελεύθερες περιοχές του νησιού. Τον Μάρτιο του 1976 άνοιξε και λειτούργησε για λίγο το ελληνικό δημοτικό σχολείο της Λυθράγκωμης. Το τέλος του 1976 ελάχιστοι μόνο από τους Έλληνες κατοίκους του χωριού εξακολουθούσαν να παραμένουν εκεί, τελικά όμως εξεδιώχθησαν και αυτοί. Τον επόμενο χρόνο, στον εναπομείναντα τουρκοκυπριακό πληθυσμό του χωριού άρχισαν να προστίθενται και έποικοι που μεταφέρονταν από την Τουρκία.

Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να εξαλείψουν κάθε ελληνικό τοπωνύμιο των κατεχομένων περιοχών της Κύπρου, μετονόμασαν τη Λυθράγκωμη σε Boltasil, που σημαίνει χώρος με πολλές πέτρες. Πηγή Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Photos 18/9/2023 by George Konstantinou





Το κατεχόμενο χωριό Γύψου της επαρχίας Αμμοχώστου - Gypsou village - Cyprus

 See also

Η ΓΥΨΟΥ είναι αμιγώς ελληνική κοινότητα του κατεχόμενου τμήματος της Επαρχίας Αμμοχώστου, γνωστή επίσης τοπικά ως «Σακκοχώρι», καθώς φέρεται πως στο παρελθόν οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κατασκευή μάλλινων σακιών.Φέρεται πως πήρε το όνομά της από ένα κοντινό μικρό βουνό που βρίσκεται ένα μίλι βορειότερα του χωριού, το Γυψόβουνο. Γεωγραφική Θέση: Βρίσκεται 22 χλμ βορειοδυτικά της πόλης της Αμμοχώστου, στη γεωγραφική περιφέρεια Μεσαορίας, σε υψόμετρο 55M.

Πληθυσμός: Ο πληθυσμός της κοινότητας αυτής το 1960 ανερχόταν σε 1184 κατοίκους, όλοι Έλληνες. Ο πληθυσμός της το 1973 υπολογιζόταν σε 1187 κατοίκους. 10fΧριστιανικοί Ναοί: Στα όρια της κοινότητας αυτής βρίσκονται οι εκκλησίες Τιμίου Προδρόμου, Παναγίας και Αγίου Γεωργίου καθώς και τo εξωκλήσι Προφήτη Ηλία.

Σχολεία: Στο ελληνικό Δημοτικό Σχολείο που λειτουργούσε εδώ πριν την τουρκική εισβολή φοιτούσαν κατά το σχολικό έτος 1973-74 133 μαθητές.

Συνέπειες Τουρκικής Εισβολής: Κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, η κοινότητα καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό με αποτέλεσμα να εκτοπιστούν όλοι οι Έλληνες κάτοικοι της. Έκτοτε, οι τουρκικές δυνάμεις κατοχής και η παράνομη κατοχική διοίκηση εμποδίζουν την επιστροφή τους. Πηγή https://www.ammoxwstos.com/gypsou/

Γύψου- Gypsou. Κατεχόμενο σήμερα χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου, στη γεωγραφική περιφέρεια της Μεσαορίας, πολύ κοντά στην Καρπασία και τους νότιους πρόποδες του Πενταδάκτυλου. Βρίσκεται περί τα 4,5 χμ. ανατολικά του Λευκονοίκου, σ’ ένα υψόμετρο 55 περίπου μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Στα βόρεια το υψόμετρο ανεβαίνει σταθερά μέχρι τις νότιες υπώρειες του Πενταδάκτυλου. Στην τοποθεσία «Γύψος», στα βόρεια του οικισμού, το υψόμετρο φθάνει στα 93 μ. και πιο πέρα, στο δάσος Υψαρόβουνο, στα 379 μ. Εξάλλου στα βόρεια του οικισμού το τοπίο είναι διαμελισμένο από αρκετά ρυάκια που πηγάζουν από τον Πενταδάκτυλο με νότια ή νοτιοανατολική κατεύθυνση. Ωστόσο οι σχετικά ήπιες εξάρσεις του τοπίου έχουν Δ.-Α. διάταξη. Στα νότια του οικισμού το ανάγλυφο εμφανίζεται με ανεπαίσθητη κλίση προς τα νότια.

Η γεωλογία της Γύψου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στα βόρεια, κοντά στους πρόποδες του Πενταδάκτυλου, κυριαρχεί ο φλύσχης της Κυθρέας, νοτιότερα εκτείνονται οι αλλουβιακές προσχώσεις της Ολόκαινης περιόδου, ενώ νότια και ανατολικά του οικισμού βρίσκονται οι αποθέσεις της Πλειστόκαινης περιόδου με κυρίαρχα πετρώματα τους ασβεστολιθικούς ψαμμίτες, τις αμμώδεις μάργες, τα χαλίκια, τους άμμους και τους πηλούς. Οι αποθέσεις γύψου, πιθανόν της Μειόκαινης γεωλογικής περιόδου, από τις οποίες κατά πάσα πιθανότητα πήρε το όνομά του το χωριό, εκτείνονται   στα βόρεια του οικισμού. Τα λατομεία γύψου αναπτύχθηκαν στην περιοχή αυτή.

Πάνω στην μεγάλη αυτή ποικιλία των πετρωμάτων αναπτύχθηκαν ξερορεντζίνες στα βόρεια, προσχωσιγενή εδάφη νοτιότερα και τέρρα ρόζα και καφκάλλες στο υπόλοιπο τμήμα του χωριού.

Με μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 360 χιλιοστόμετρα, πολύ πιο κάτω από τη μέση ετήσια όμβρηση της Κύπρου (489 χιλιοστόμετρα), εκαλλιεργούντο, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, σιτηρά, λίγα λαχανικά, φρουτόδεντρα και λίγα εσπεριδοειδή. Ωστόσο υπήρχαν και αρκετές ακαλλιέργητες εκτάσεις. Οι αρδευόμενες εκτάσεις του χωριού, πριν από την εισβολή, ήταν πολύ λίγες και μόλις ξεπερνούσαν τις 110 σκάλες. Στη Γύψου κατασκευάστηκε το 1955 χωμάτινο μικρό φράγμα ύψους 3 μέτρων και χωρητικότητας κάπου 100.000 μ³.

Η κτηνοτροφία πριν από την τουρκική εισβολή του 1974 ήταν σχετικά ανεπτυγμένη, όπως συνέβαινε με αρκετά άλλα χωριά της Μεσαορίας. Στο χωριό εκτρέφονταν 2.950 πρόβατα και 313 κατσίκες. Ακόμη εκτρέφονταν 9 γαλακτοφόρες αγελάδες και 4.396 πουλερικά (καταγραφή ζώων και πτηνών, 1973, επισκόπηση αγελαδοτροφίας 1973).

Η Γύψου είναι από τα χωριά της Μεσαορίας που σημείωσαν σταθερή πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι το 1973, ένα χρόνο πριν από την τουρκική εισβολή. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

Χρονολογία Κάτοικοι

1881 425 

1891 529 

1901 615 

1911 783 

1921 848 

1931 1.005 

1946 1.184 

1960 1.184 

1973 1.187 

 Αξίζει να αναφερθεί πως στο μεγάλο γειτονικό χωριό, το Λευκόνοικο, σημειώθηκε πληθυσμιακή μείωση από το 1946. Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η εξόρυξη του γύψου αλλά ιδιαίτερα η μικρή απόσταση (23 χμ.) από την πόλη της Αμμοχώστου και το ευχερές συγκοινωνιακό δίκτυο, υπήρξαν οι κυριότεροι παράγοντες της σταθερής πληθυσμιακής εξέλιξης της Γύψου.

Οι κάτοικοι του χωριού προσφυγοποιήθηκαν το 1974, εξ αιτίας της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής και κατοχής. Οι τελευταίοι απ' αυτούς εκδιώχθηκαν τον Νοέμβριο του χρόνου αυτού. Αργότερα στο χωριό εγκαταστάθηκαν τόσο Τουρκοκύπριοι, όσο και Τούρκοι έποικοι από τη Μικρά Ασία. Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να τουρκοποιήσουν κάθε τοπωνύμιο των κατεχομένων περιοχών της Κύπρου, μετονόμασαν και την Γύψου σε Akova, που σημαίνει λευκή πεδιάδα (προφανώς εξ αιτίας των γύψων που υπάρχουν στην περιοχή και που είχαν δώσει την ονομασία στο χωριό).

Από συγκοινωνιακής απόψεως η Γύψου συνδέεται με το Λευκόνοικο στα δυτικά, το Λάπαθος και το Τρίκωμο στ’ ανατολικά, τη Μηλιά στα νοτιοδυτικά και τον Άγιο Ιάκωβο στα βορειοανατολικά.

Ιστορικά στοιχεία

Το χωριό στους μεσαιωνικούς χάρτες εμφανίζεται ως Ipso και Ipsos στο δε χάρτη του ντε Μας Λατρί (1862) αναφέρεται ως Ipsos. Σε μερικούς μεσαιωνικούς χάρτες είναι εμφανής η παρουσία υδραγωγείου μεταξύ Γύψου και Λαπάθου. Δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των λουζινιανο-βενετικών φέουδων και βασιλικών κτημάτων τους ντε Μας Λατρί τουλάχιστον με το σημερινό ή άλλο παραπλήσιο όνομα. Ο Τζέφρυ μνημονεύει το χωριό σημειώνοντας πως η Γύψου βρίσκεται στον κύριο δρόμο προς την Καρπασία. Κοντά στο χωριό βρίσκονται αρκετά ίχνη αρχαίων οικισμών υπό τη μορφή τάφων και πηγαδιών. Ο Γκάννις αναφέρεται στην εκκλησία του Ιωάννη του Βαπτιστή, κτίσμα του 18ου αιώνα, και τη δίκλιτη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, στο κέντρο του χωριού, του 16ου αιώνα.

Τόσο ο Ν.Γ. Κυριαζής όσο και ο Ν. Κληρίδης αναφέρουν πως το χωριό ονομάζεται και Σακκοχώρι γιατί στα παλαιότερα χρόνια εδώ αναπτύχθηκε η βιοτεχνία κατασκευής σακκιών που υφαίνονταν σε αργαλειούς από άντρες με νήμα παμπακερό (Ν. Κληρίδης).

Ο Κώστας Μυριανθεύς (1945) μνημονεύει την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου με το θαυμάσιον προσκυνητάριον του 18ου αιώνος και αναφέρει πως η Γύψου ήταν ονομαστή για τα βαμβακερά υφάσματά της. Στην παραγωγή βαμβακιού στο χωριό αναφέρεται και ο Γκωντρύ ('Recherches Scientifiques en Orient', Partie Agricole, Paris, 1855, σ. 218).

Τα γράμματα στη Γύψου καλλιεργήθηκαν από πολύ νωρίς σε σχέση προς άλλα κυπριακά χωριά. Τόσο ο Λοΐζος Φιλίππου όσο και ο Ι.Κ. Περιστιάνης αναφέρουν τους δασκάλους που δίδαξαν στο χωριό από τα μέσα του 19ου αιώνα κι ακόμη πιο μπροστά.

Τοπων: Γύψου, ονομασία που δόθηκε στο χωριό επειδή στην περιοχή του υφίστανται ποσότητες γύψου, πιθανόν αποθέσεις της Μειόκαινης γεωλογικής περιόδου. Με το όνομα αυτό το χωριό ήταν γνωστό από τα αρχαία χρόνια, όπως προκύπτει από αλφαβητική επιγραφή που βρέθηκε στο Καφίζιν κι αναφέρει αφιέρωμα ενός κεραμίως [=αγγειοπλάστη] κώμης Γύ[ψου], δηλαδή από το χωριό Γύψου. Πηγή Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Photos 18/9/2023 by George Konstantinou












Το κατεχόμενο χωριό Βαθύλακας της επαρχίας Αμμοχώστου - Vathilakas village - Cyprus


Χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου στη γεωγραφική περιφέρεια της Καρπασίας, 5 χμ. στα νοτιοδυτικά της Γιαλούσας. Το υψόμετρο πέφτει από τα 237 μ. βόρεια του χωριού στα 165 μ. στον οικισμό και στα 127 στην τοποθεσία Μούττη του Μύλου. Δυο περίπου χμ. από τη θάλασσα το υψόμετρο πέφτει απότομα στα 75 μ. Η θαλάσσια αναβαθμίδα στα νότια του Βαθύλακα είναι ίσως το γεωμορφολογικό χαρακτηριστικό του χωριού.

Γύρω από το χωριό βρίσκεται μια μεγάλη ποικιλία πετρωμάτων κυρίως της Πλειστόκαινης γεωλογικής περιόδου (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, αμμώδεις μάργες, κρητίδες, μαργαϊκές κρητίδες). Πάνω στα εδάφη κυρίως της τέρρα ρόζα και των ξερορεντζίνων και με μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 500 χιλιοστόμετρα καλλιεργούνταν, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, κυρίως σιτηρά, ελιές, χαρουπιές και καπνός. Στο Βαθύλακα πριν από την εισβολή εκτρέφονταν 1.782 πρόβατα και 407 κατσίκες.

Οι οικοδομές του οικισμού είναι συγκεντρωμένες κατά μήκος των δρόμων που οδηγούν στα γειτονικά χωριά. Ο Βαθύλακας συνδέεται με ασφαλτόστρωτους δρόμους στα ανατολικά με το χωριό Άγιος Συμεών, στα νοτιοανατολικά με τη Νέτα και στα δυτικά με το Λεονάρισσο. Με σκυρόστρωτο δρόμο συνδέεται με τον Άγιο Ανδρόνικο στα βόρεια. Ένας άλλος σκυρόστρωτος δρόμος συνδέει το χωριό στα νότια με το δάσος Μούττη του Μύλου και τη θάλασσα.

Μέρος του κρατικού δάσους Καβάλλης, στα βόρεια του χωριού καθώς και μέρος των επίσης κρατικών δασών Μαζερή και Μούττη του Μύλου, στα νότιά του, εμπίπτουν στα διοικητικά του όρια.

Ο Βαθύλακας γνώρισε μια σταθερή πληθυσμιακή ανάπτυξη μέχρι το 1946, όμως αργότερα ο πληθυσμός δεν μειώθηκε πολύ, κάτι που ισχύει για πολλά άλλα χωριά της Καρπασίας. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

Χρονολογία Κάτοικοι

1881 213 

1891 224 

1901 241 

1911 300 

1921 385 

1931 466 

1946 577 

1960 509 

1973 503 

 Το χωριό μετά την τουρκική εισβολή

Αν και στην πρώτη χρονιά μετά την εισβολή αρκετοί κάτοικοι του Βαθύλακα παρέμειναν εγκλωβισμένοι στο χωριό, σήμερα δεν βρίσκεται κανένας Ελληνοκύπριος στο χωριό. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 οι περισσότεροι από τους Έλληνες κατοίκους του χωριού παρέμειναν εγκλωβισμένοι σ' αυτό. Ο αριθμός τους ανερχόταν στους 402 τον Οκτώβριο του 1975. Τον επόμενο χρόνο είχε λειτουργήσει, για σύντομο διάστημα, και το δημοτικό σχολείο του χωριού. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1976 εξαναγκάστηκαν να προσφυγοποιηθούν όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Στο μεταξύ είχαν εγκατασταθεί σ' αυτό Τουρκοκύπριοι και Τούρκοι έποικοι.

Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να τουρκοποιήσουν όλα τα τοπωνύμια των κατεχομένων περιοχών της Κύπρου, άλλαξαν και την ονομασία του χωριού. Το μετονόμασαν σε Derince (= Βαθύ).

Ιστορικά στοιχεία

Ο Βαθύλακας δεν σημειώνεται, τουλάχιστον με το σημερινό του όνομα, στους βενετικούς χάρτες, ούτε μνημονεύεται στον κατάλογο λουζινιανο - βενετικών φέουδων ή βασιλικών κτημάτων του ντε Μας Λατρί. Ο Τζέφρυ περιγράφει τον Βαθύλακα ως μικρο - οικισμό με δυο ξωκλήσια χωρίς ενδιαφέρον. Όμως ο ίδιος συγγραφέας αναφέρεται σε τοποθεσίες κοντά στις ακτές όπου βρίσκονται μερικά ερειπωμένα χωριά, ένα από τα οποία επιζεί ως τσιφλίκι με μια μικρή αρχαία εκκλησία.

Ο Γκάννις αναφέρεται στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, κτίσμα του 17ου αιώνα και την ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου του 14ου αιώνα, κοντά στο χωριό. Θεωρείται πιθανό ότι ο πληθυσμός κάποιου μεσαιωνικού οικισμού κοντά στη θάλασσα μετακινήθηκε, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, στη σημερινή θέση του Βαθύλακα.

Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο χωριό είναι του 17ου αιώνα με κατάλοιπα τοιχογραφιών στο εσωτερικό. Κοντά της στέκει η ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου του 14ου αιώνα, κάποτε ολότελα ζωγραφισμένη, από την οποία απομένει μόνο ο βόρειος τοίχος και το ιερό. Σύμφωνα με την παράδοση όποιος βάλει χέρι πάνω στα δένδρα και τους θάμνους που βλάστησαν μέσα στα ερείπια, θα αρρωστήσει σοβαρά και μπορεί ακόμη και να πεθάνει.

Στην ακτή, νοτιοανατολικά του χωριού, όπου υπάρχει εκτενής αμμώδης παραλία, έχει ανεγερθεί από Τούρκο επιχειρηματία, σε δασική γη, τεράστιο ξενοδοχειακό συγκρότημα που είναι εμπνευσμένο από την ελληνική αρχαιότητα, ονομάζεται εξάλλου « Άρτεμις». Αποτελείται από μεγάλο κεντρικό οικοδόμημα σε ρυθμό αρχαίου ελληνικού ναού (της Αρτέμιδος στην Έφεσο) και πτέρυγες δωματίων και διαμερισμάτων, τεράστια πισίνα, υπαίθριο θέατρο, καζίνο και άλλες εγκαταστάσεις. Ο όλος διάκοσμος είναι εμπνευσμένος από την αρχαία ελληνική τέχνη, και τα διάφορα τμήματα φέρουν αρχαία ελληνικά ονόματα της Μικράς Ασίας, όπως ονόματα ελληνικών μικρασιατικών πόλεων (Πριήνη, Έφεσος, Μίλητος κλπ.). Πηγή Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Photos 18/9/2023 by George Konstantinou







Sunday 1 October 2023

Το κατεχόμενο χωριό Πραστειό Αμμοχώστου - Prastio Ammochostou village - Cyprus

See also

Μια λίμνη στην καρδιά της Μεσαορίας Φράγμα Κουκλιών Αμμοχώστου

Ranunculus sphaerospermus (Boiss. & C. I. Blanche) - Kouklia dam - Φράγμα στα Κούκλια Αμμοχωστου

Πραστειό Αμμοχώστου- Prastio Ammochostou. Χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου, στη γεωγραφική περιφέρεια της Μεσαορίας, περί τα 20 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης της Αμμοχώστου. Βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου.

Είναι κτισμένο σε μέσο υψόμετρο 25 μέτρων. Από πλευράς ανάγλυφου το τοπίο του είναι ένας εκτεταμένος κάμπος που είναι διαμελισμένος από το ποτάμιο δίκτυο του Πηδκιά (Πεδιαίο) και τους παραπόταμους του, ο οποίος βρίσκεται στα βόρια του χωριού αλλά και από τον Ιδαλία (Γιαλλιά) στα νότια.

Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου πάνω στις οποίες αναπτύχθηκαν προσχωσιγενή εδάφη.

Το Πραστειόν δέχεται μια χαμηλή μέση ετήσια βροχόπτωση, που κυμαίνεται περί τα 320 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή του κυριαρχούσε, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, η μονοκαλλιέργεια των σιτηρών.

Όπως τα περισσότερα χωριά της Μεσαορίας έτσι και το Πραστειόν ανέπτυξε, πριν από την εισβολή του 1974, τη κτηνοτροφία.

Από συγκοινωνιακής απόψεως, το Πραστειόν βρίσκεται δίπλα στον νέο δρόμο Λευκωσίας-Αμμοχώστου. Στα νοτιοανατολικά συνδέεται με το χωριό Γαϊδουράς (περί τα 3,5 χμ.) και στα δυτικά με το χωριό Πυργά (περί τα 3,5 χμ.). Συνδέεται επίσης στα βόρεια με το χωριό Περιστερώνα (περί τα 5,5 χμ.) και στα νοτιοδυτικά με τον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Αμμοχώστου (περί τα 8 χμ.).

Το χωριό γνώρισε πληθυσμιακές αυξομειώσεις. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

Χρονολογία Κάτοικοι

1881 581 

1891 704 

1901 723 

1911 847 

1921 817 

1931 880 

1946 985 

1960 977 

1973 991 

 Ιστορία 

Το χωριό υφίστατο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια με την ίδια ακριβώς ονομασία. Βρίσκεται σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες ως Prastio. Ο ντε Μας Λατρί το καθορίζει ως Πραστειόν της Σίγουρης (Prastio tou Sygouri), γράφοντας ότι κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ήταν βασιλικό κτήμα. Ο χαρακτηρισμός της Σίγουρης του δόθηκε επειδή το χωριό βρισκόταν κοντά στο κάστρο Σιγούρις που βρισκόταν στα νότιά του, κι από το οποίο σώζονται σήμερα λίγα ερείπια.

Ο μεσαιωνικός χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει το «πραστεῖον τοῦ Ἀγροῦ», και το ίδιο αναφέρει τον επόμενο (16ο αιώνα) ο ιστορικός Φλώριος Βουστρώνιος, γράφοντας Prastio de Agro. Τούτο φαίνεται να ήταν το Πραστειόν της Αμμοχώστου, στη Μεσαορία, αφού και οι δύο πιο πάνω συγγραφείς το αναφέρουν σε σχέση προς γεγονότα του 1373, δηλαδή του πολέμου κατά των Γενουατών εισβολέων, και τις συγκρούσεις που έγιναν στην πεδιάδα μεταξύ Αμμοχώστου και Λευκωσίας.

Η κεντρική εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο. Κοντά σ’ αυτήν λειτούργησε σιδηροδρομικός σταθμός κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, αφού από το Πραστειόν περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή που ένωνε την Αμμόχωστο με την πρωτεύουσα Λευκωσία.

Παλαιότερα υπήρχε εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Αναστάσιο, η οποία όμως θα πρέπει να έχει καταστραφεί. 

Κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας, ιδίως κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, το χωριό συνδεόταν στενά προς το μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά, αν και το μοναστήρι βρίσκεται στα βουνά του Τροόδους. Όμως στο Πραστειόν υπήρχε μεγάλο μετόχι του μοναστηριού που διέθετε στην περιοχή σημαντική κτηματική περιουσία (το 1773 για παράδειγμα το μοναστήρι ήταν κάτοχος 255 σκαλών γης στο Πραστειόν, ενώ το 1843 κατείχε 337 σκάλες γης με 17 υποστατικά).

Από το χωριό αυτό καταγόταν ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κύριλλος Γ΄ (1916-1933). Σύμφωνα δε προς πληροφορίες του ιδίου προς τον Ιερώνυμο Περιστιάνη, κατά τον 19ο αιώνα λειτουργούσε σχολείο στο μετόχι του Μαχαιρά όπου παραδίδονταν μαθήματα («κοινά γράμματα») στα παιδιά έναντι μικρής αμοιβής. Στο χωριό ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ΄, που γεννήθηκε το 1859, είχε διδαχθεί τα πρώτα γράμματα, φοιτώντας για 3-4 χρόνια στον λαϊκό δάσκαλο Χατζηνικόλα. Τότε είχε κτιστεί από την κοινότητα σχολείο στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού, όπου εκτός από εκκλησιαστικά βιβλία, υπήρχαν κι αναγνωστικά.

Οι Έλληνες Κύπριοι κάτοικοι του χωριού προσφυγοποιήθηκαν τον Αύγουστο του 1974, όταν το χωριό τους κατελήφθη από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής. Το 1975 άρχισαν να εγκαθίστανται στο χωριό Τούρκοι έποικοι από περιοχές της Μαύρης Θάλασσας (Λαζοί).

Στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους για τουρκοποίηση όλων των τοπωνυμίων στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη, οι Τούρκοι μετονόμασαν το χωριό, το 1975, σε Dörtyol που σημαίνει τέσσερις δρόμοι (σταυροδρόμι). 

Ονομασία του χωριού

Τοπων: Πραστειόν ή Πραστιόν ή Πρασκιόν (το). Μερικοί παλαιότεροι μελετητές, όπως λ.χ. ο G. Jeffery (1918), υποστηρίζουν ότι η ονομασία προέρχεται από την ξενική (γαλλική) μεσαιωνική λέξη prati, που σημαίνει χωράφι. Επρόκειτο, δηλαδή, για τοπωνύμιο αγροκτημάτων που ανήκαν σε κάποια φέουδα. Ωστόσο η ονομασία φαίνεται ότι είναι καθαρά ελληνική, και μάλιστα της περιόδου των Βυζαντινών χρόνων, προερχόμενη από τη λέξη προάστειον (ή προάστιον) που σημαίνει οικισμό κοντά (πριν) σε πόλη (προ του άστυ).

Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια πολλοί μικροί οικισμοί, σε διάφορα μέρη της Κύπρου, ονομάζονταν Πραστεία, υπό την έννοια κυρίως των μικρών γεωργικών οικισμών κοντά σε άλλους μεγάλους οικισμούς (φέουδα) όπου κι ανήκαν.

Ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει διάφορους τέτοιους οικισμούς, όπως τό πραστεῖον τῆς Αὐδίμου όπου είχαν φθάσει οι Σαρακηνοί το 1426, τό πραστίον τοῦ  Ἀγροῦ, ακόμη τό πραστεῖον τῆς Ποταμίας που εκχωρήθηκε το 1393 από τον βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Α΄ στον ευγενή μισέρ Ὀτέτ Τζαζάρου και επίσης τό πραστεῖον εἰς τόν Στρογγυλόν. Επίσης ο μεσαιωνικός χρονογράφος Γεώργιος Βουστρώνιος αναφέρει στο δικό του έργο τά δύο πραστεῖα τῶν Πελεντρίων (δυο οικισμούς κοντά στο χωριό Πελέντρι).

Από τις αναφορές των μεσαιωνικών αυτών χρονογράφων προκύπτει ότι η λέξη πραστεῖον δεν εχρησιμοποιείτο ως κύριο όνομα οικισμών αλλά ως χαρακτηρισμός που υποδήλωνε μικρό οικισμό ή τσιφλίκι/αγρόκτημα κοντά σε άλλο μεγάλο. Έτσι πάντοτε ήταν τό πραστεῖον τοῦ/τῆς/τῶν... Μερικά όμως από τα σημερινά χωριά έφεραν και τότε την ονομασία Πραστειόν γιατί από μικρά πραστεῖα που ήσαν κατά τα Βυζαντινά χρόνια, είχαν εξελιχθεί σε μεγαλύτερους οικισμούς, οπότε ο χαρακτηρισμός πραστείον έγινε κύριο όνομα: Πραστειόν.

Ο Φλώριος Βουστρώνιος μνημονεύει ένα ακόμη οικισμό με την ονομασία Πραστειόν Κόκκινο (Prastio rosso) που το 1460, κατά την αναδιανομή των φέουδων που έγινε από τον βασιλιά Ιάκωβον Β΄, είχε δοθεί  σε ένα αξιωματούχο Θωμά Μαλατέστα. Άγνωστο για ποιο Πραστειόν επρόκειτο, ίσως για διαλυθέντα οικισμό στην περιοχή των Κοκκινοχωριών. Πηγή: Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Photos 18/9/2023 by George Konstantinou
















Το κατεχόμενο χωριό Μπογάζι της επαρχίας Αμμοχώστου - Bogazi village - Cyprus

See also

Το Μπογάζι στον κόλπο της Αμμοχώστου, κοντά στο χωριό Άγιος Ηλίας και περί τα 22 χιλιόμετρα από την πόλη της Αμμοχώστου, ανατολικότερα του Τρικώμου, αν και ως τοπωνύμιο υφίστατο ενωρίτερα, είναι μικρός οικισμός που ιδρύθηκε από τις αρχές του 20ού αιώνα, βασικά ως σταθμός για εκείνους που ταξίδευαν μεταξύ Αμμοχώστου και Καρπασίας. Το 1960 ζούσαν εκεί 90 άνθρωποι, εκ των οποίων 2 ήταν Τουρκοκύπριοι. Από τις αρχές του αιώνα η τοποθεσία ήταν γνωστή ως «Εμπορικός Σταθμός Πογαζίου», ενώ εκεί λειτουργούσε και μικρό αγκυροβόλιο. Λίγο πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, οπότε η περιοχή κατελήφθη από τους Τούρκους εισβολείς, στο Πογάζιν λειτουργούσε μικρή ξενοδοχειακή μονάδα, ενώ υπήρχαν και κέντρα/ εστιατόρια. Η τοποθεσία ήταν δημοφιλής για πολλούς επισκέπτες κατά τα καλοκαίρια, εφόσον η περιοχή διέθετε ωραία θάλασσα και παραλία και προσφερόταν για θαλάσσια αθλήματα και κατασκήνωση.

Λίγο πιο πέρα, και προς τα βορειοανατολικά, επίσης επί του κόλπου της Αμμοχώστου, υφίστατο μέχρι και το 1974 μεγάλος πειραματικός σταθμός ιχθυοκαλλιέργειας του Τμήματος Αλιείας του υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων.

Κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα το Πογάζιν της Αμμοχώστου γνώρισε αλματώδη ανάπτυξη αφού οι Τούρκοι επένδυσαν πολλά στην περιοχή, περιλαμβανομένης της ευρύτερης έκτασης των γειτονικών οικισμών Μοναρκάς και Γαστριών. Κτίστηκαν μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες αλλά και συγκροτήματα διαμερισμάτων. Το λιμανάκι του Πογαζίου χρησιμοποιείται κυρίως ως αλιευτικό καταφύγιο, ενώ κοντά του αυξήθηκαν και αναβαθμίστηκαν εστιατόρια. Ιδίως από το 2004 και εξής, οπότε επετράπη η ελεύθερη διέλευση Ελληνοκυπρίων στις κατεχόμενες περιοχές, το Πογάζιν αποτελεί και πάλι ενδιάμεσο σταθμό για τους ταξιδεύοντες προς την Καρπασία και τους προσκυνητές στο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα.

Μέχρι και το 1974 στην περιοχή Πογαζίου λειτουργούσε και στρατιωτική ναυτική βάση της Εθνικής Φρουράς. Η βάση αυτή χρησιμοποιείται έκτοτε ως στρατόπεδο του τουρκικού στρατού που, μεταξύ άλλων, δημιούργησε στην περιοχή και μεγάλες δεξαμενές καυσίμων. Πηγή Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Photos 18/9/2023 by George Konstantinou







Photos 22/10/2012 by George Konstantinou




Photos 17/2/2024 by Fani Konstantinou








.